Ancient Greek-English Dictionary Language

προαποσφάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προαποσφάζω προαποσφάξω

Structure: προ (Prefix) + ἀπο (Prefix) + σφάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to slay before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποσφάζω προαποσφάζεις προαποσφάζει
Dual προαποσφάζετον προαποσφάζετον
Plural προαποσφάζομεν προαποσφάζετε προαποσφάζουσιν*
SubjunctiveSingular προαποσφάζω προαποσφάζῃς προαποσφάζῃ
Dual προαποσφάζητον προαποσφάζητον
Plural προαποσφάζωμεν προαποσφάζητε προαποσφάζωσιν*
OptativeSingular προαποσφάζοιμι προαποσφάζοις προαποσφάζοι
Dual προαποσφάζοιτον προαποσφαζοίτην
Plural προαποσφάζοιμεν προαποσφάζοιτε προαποσφάζοιεν
ImperativeSingular προαποσφάζε προαποσφαζέτω
Dual προαποσφάζετον προαποσφαζέτων
Plural προαποσφάζετε προαποσφαζόντων, προαποσφαζέτωσαν
Infinitive προαποσφάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποσφαζων προαποσφαζοντος προαποσφαζουσα προαποσφαζουσης προαποσφαζον προαποσφαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποσφάζομαι προαποσφάζει, προαποσφάζῃ προαποσφάζεται
Dual προαποσφάζεσθον προαποσφάζεσθον
Plural προαποσφαζόμεθα προαποσφάζεσθε προαποσφάζονται
SubjunctiveSingular προαποσφάζωμαι προαποσφάζῃ προαποσφάζηται
Dual προαποσφάζησθον προαποσφάζησθον
Plural προαποσφαζώμεθα προαποσφάζησθε προαποσφάζωνται
OptativeSingular προαποσφαζοίμην προαποσφάζοιο προαποσφάζοιτο
Dual προαποσφάζοισθον προαποσφαζοίσθην
Plural προαποσφαζοίμεθα προαποσφάζοισθε προαποσφάζοιντο
ImperativeSingular προαποσφάζου προαποσφαζέσθω
Dual προαποσφάζεσθον προαποσφαζέσθων
Plural προαποσφάζεσθε προαποσφαζέσθων, προαποσφαζέσθωσαν
Infinitive προαποσφάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποσφαζομενος προαποσφαζομενου προαποσφαζομενη προαποσφαζομενης προαποσφαζομενον προαποσφαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποσφάξω προαποσφάξεις προαποσφάξει
Dual προαποσφάξετον προαποσφάξετον
Plural προαποσφάξομεν προαποσφάξετε προαποσφάξουσιν*
OptativeSingular προαποσφάξοιμι προαποσφάξοις προαποσφάξοι
Dual προαποσφάξοιτον προαποσφαξοίτην
Plural προαποσφάξοιμεν προαποσφάξοιτε προαποσφάξοιεν
Infinitive προαποσφάξειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποσφαξων προαποσφαξοντος προαποσφαξουσα προαποσφαξουσης προαποσφαξον προαποσφαξοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποσφάξομαι προαποσφάξει, προαποσφάξῃ προαποσφάξεται
Dual προαποσφάξεσθον προαποσφάξεσθον
Plural προαποσφαξόμεθα προαποσφάξεσθε προαποσφάξονται
OptativeSingular προαποσφαξοίμην προαποσφάξοιο προαποσφάξοιτο
Dual προαποσφάξοισθον προαποσφαξοίσθην
Plural προαποσφαξοίμεθα προαποσφάξοισθε προαποσφάξοιντο
Infinitive προαποσφάξεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποσφαξομενος προαποσφαξομενου προαποσφαξομενη προαποσφαξομενης προαποσφαξομενον προαποσφαξομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to slay before

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION