헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προαποκάμνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προαποκάμνω προαποκαμοῦμαι προαπέκαμον

형태분석: προ (접두사) + ἀπο (접두사) + κάμν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to grow tired before the end, give up the task

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαποκάμνω

προαποκάμνεις

προαποκάμνει

쌍수 προαποκάμνετον

προαποκάμνετον

복수 προαποκάμνομεν

προαποκάμνετε

προαποκάμνουσιν*

접속법단수 προαποκάμνω

προαποκάμνῃς

προαποκάμνῃ

쌍수 προαποκάμνητον

προαποκάμνητον

복수 προαποκάμνωμεν

προαποκάμνητε

προαποκάμνωσιν*

기원법단수 προαποκάμνοιμι

προαποκάμνοις

προαποκάμνοι

쌍수 προαποκάμνοιτον

προαποκαμνοίτην

복수 προαποκάμνοιμεν

προαποκάμνοιτε

προαποκάμνοιεν

명령법단수 προαποκάμνε

προαποκαμνέτω

쌍수 προαποκάμνετον

προαποκαμνέτων

복수 προαποκάμνετε

προαποκαμνόντων, προαποκαμνέτωσαν

부정사 προαποκάμνειν

분사 남성여성중성
προαποκαμνων

προαποκαμνοντος

προαποκαμνουσα

προαποκαμνουσης

προαποκαμνον

προαποκαμνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαποκάμνομαι

προαποκάμνει, προαποκάμνῃ

προαποκάμνεται

쌍수 προαποκάμνεσθον

προαποκάμνεσθον

복수 προαποκαμνόμεθα

προαποκάμνεσθε

προαποκάμνονται

접속법단수 προαποκάμνωμαι

προαποκάμνῃ

προαποκάμνηται

쌍수 προαποκάμνησθον

προαποκάμνησθον

복수 προαποκαμνώμεθα

προαποκάμνησθε

προαποκάμνωνται

기원법단수 προαποκαμνοίμην

προαποκάμνοιο

προαποκάμνοιτο

쌍수 προαποκάμνοισθον

προαποκαμνοίσθην

복수 προαποκαμνοίμεθα

προαποκάμνοισθε

προαποκάμνοιντο

명령법단수 προαποκάμνου

προαποκαμνέσθω

쌍수 προαποκάμνεσθον

προαποκαμνέσθων

복수 προαποκάμνεσθε

προαποκαμνέσθων, προαποκαμνέσθωσαν

부정사 προαποκάμνεσθαι

분사 남성여성중성
προαποκαμνομενος

προαποκαμνομενου

προαποκαμνομενη

προαποκαμνομενης

προαποκαμνομενον

προαποκαμνομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION