- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρημαίνω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: prēmainō 고전 발음: [레:마노:] 신약 발음: [레매노]

기본형: πρημαίνω

형태분석: πρημαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: πρήθω

  1. to blow hard

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πρημαίνω

πρημαίνεις

πρημαίνει

쌍수 πρημαίνετον

πρημαίνετον

복수 πρημαίνομεν

πρημαίνετε

πρημαίνουσι(ν)

접속법단수 πρημαίνω

πρημαίνῃς

πρημαίνῃ

쌍수 πρημαίνητον

πρημαίνητον

복수 πρημαίνωμεν

πρημαίνητε

πρημαίνωσι(ν)

기원법단수 πρημαίνοιμι

πρημαίνοις

πρημαίνοι

쌍수 πρημαίνοιτον

πρημαινοίτην

복수 πρημαίνοιμεν

πρημαίνοιτε

πρημαίνοιεν

명령법단수 πρήμαινε

πρημαινέτω

쌍수 πρημαίνετον

πρημαινέτων

복수 πρημαίνετε

πρημαινόντων, πρημαινέτωσαν

부정사 πρημαίνειν

분사 남성여성중성
πρημαινων

πρημαινοντος

πρημαινουσα

πρημαινουσης

πρημαινον

πρημαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πρημαίνομαι

πρημαίνει, πρημαίνῃ

πρημαίνεται

쌍수 πρημαίνεσθον

πρημαίνεσθον

복수 πρημαινόμεθα

πρημαίνεσθε

πρημαίνονται

접속법단수 πρημαίνωμαι

πρημαίνῃ

πρημαίνηται

쌍수 πρημαίνησθον

πρημαίνησθον

복수 πρημαινώμεθα

πρημαίνησθε

πρημαίνωνται

기원법단수 πρημαινοίμην

πρημαίνοιο

πρημαίνοιτο

쌍수 πρημαίνοισθον

πρημαινοίσθην

복수 πρημαινοίμεθα

πρημαίνοισθε

πρημαίνοιντο

명령법단수 πρημαίνου

πρημαινέσθω

쌍수 πρημαίνεσθον

πρημαινέσθων

복수 πρημαίνεσθε

πρημαινέσθων, πρημαινέσθωσαν

부정사 πρημαίνεσθαι

분사 남성여성중성
πρημαινομενος

πρημαινομενου

πρημαινομενη

πρημαινομενης

πρημαινομενον

πρημαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to blow hard

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION