헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πορπάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πορπάω

형태분석: πορπά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to fasten with a buckle, to buckle or pin down

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πόρπω

πόρπᾳς

πόρπᾳ

쌍수 πόρπᾱτον

πόρπᾱτον

복수 πόρπωμεν

πόρπᾱτε

πόρπωσιν*

접속법단수 πόρπω

πόρπῃς

πόρπῃ

쌍수 πόρπητον

πόρπητον

복수 πόρπωμεν

πόρπητε

πόρπωσιν*

기원법단수 πόρπῳμι

πόρπῳς

πόρπῳ

쌍수 πόρπῳτον

πορπῷτην

복수 πόρπῳμεν

πόρπῳτε

πόρπῳεν

명령법단수 πο͂ρπᾱ

πορπᾶτω

쌍수 πόρπᾱτον

πορπᾶτων

복수 πόρπᾱτε

πορπῶντων, πορπᾶτωσαν

부정사 πόρπᾱν

분사 남성여성중성
πορπων

πορπωντος

πορπωσα

πορπωσης

πορπων

πορπωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πόρπωμαι

πόρπᾳ

πόρπᾱται

쌍수 πόρπᾱσθον

πόρπᾱσθον

복수 πορπῶμεθα

πόρπᾱσθε

πόρπωνται

접속법단수 πόρπωμαι

πόρπῃ

πόρπηται

쌍수 πόρπησθον

πόρπησθον

복수 πορπώμεθα

πόρπησθε

πόρπωνται

기원법단수 πορπῷμην

πόρπῳο

πόρπῳτο

쌍수 πόρπῳσθον

πορπῷσθην

복수 πορπῷμεθα

πόρπῳσθε

πόρπῳντο

명령법단수 πόρπω

πορπᾶσθω

쌍수 πόρπᾱσθον

πορπᾶσθων

복수 πόρπᾱσθε

πορπᾶσθων, πορπᾶσθωσαν

부정사 πόρπᾱσθαι

분사 남성여성중성
πορπωμενος

πορπωμενου

πορπωμενη

πορπωμενης

πορπωμενον

πορπωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐμῶν γὰρ ὀμμάτων, πόρπασ λαβοῦσαι, τὰσ ταλαιπώρουσ κόρασ κεντοῦσιν, αἱμάσσουσιν· (Euripides, Hecuba, episode, lyric 3:11)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, lyric 3:11)

  • ὁ γὰρ ἀὴρ ἐγκεκραμένοσ οὐκ ἐᾷ σκληρὰν γενέσθαι τὴν πῆξιν βελόνασ δὲ καὶ πόρπασ σιδηρᾶσ καὶ τὰ λεπτὰ τῶν ἔργων οὐχ ὕδατι βάπτουσιν ἀλλ’ ἐλαίῳ, τὴν ἄγαν ψυχρότητα φοβούμενοι τοῦ · (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 13 10:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 13 10:1)

  • οἳ δ’ ἐπεὶ οὖν λεχέων εὐποιήτων ἐπέβησαν, κόσμον μέν οἱ πρῶτον ἀπὸ χροὸσ εἷλε φαεινόν, πόρπασ τε γναμπτάσ θ’ ἕλικασ κάλυκάσ τε καὶ ὁρ́μουσ. (Anonymous, Homeric Hymns, 15:4)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 15:4)

  • τῇσι παρ’ εἰνάετεσ χάλκευον δαίδαλα πολλά, πόρπασ τε γναμπτάσ θ’ ἕλικασ κάλυκάσ τε καὶ ὁρ́μουσ ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ· (Homer, Iliad, Book 18 37:10)

    (호메로스, 일리아스, Book 18 37:10)

유의어

  1. to fasten with a buckle

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION