헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολυγονέομαι

ε 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολυγονέομαι

형태분석: πολυγονέ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: from polu/gonos

  1. 곱셈을 하다, 증식시키다
  1. to multiply

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολυγονοῦμαι

(나는) 곱셈을 한다

πολυγονεῖ, πολυγονῇ

(너는) 곱셈을 한다

πολυγονεῖται

(그는) 곱셈을 한다

쌍수 πολυγονεῖσθον

(너희 둘은) 곱셈을 한다

πολυγονεῖσθον

(그 둘은) 곱셈을 한다

복수 πολυγονούμεθα

(우리는) 곱셈을 한다

πολυγονεῖσθε

(너희는) 곱셈을 한다

πολυγονοῦνται

(그들은) 곱셈을 한다

접속법단수 πολυγονῶμαι

(나는) 곱셈을 하자

πολυγονῇ

(너는) 곱셈을 하자

πολυγονῆται

(그는) 곱셈을 하자

쌍수 πολυγονῆσθον

(너희 둘은) 곱셈을 하자

πολυγονῆσθον

(그 둘은) 곱셈을 하자

복수 πολυγονώμεθα

(우리는) 곱셈을 하자

πολυγονῆσθε

(너희는) 곱셈을 하자

πολυγονῶνται

(그들은) 곱셈을 하자

기원법단수 πολυγονοίμην

(나는) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολυγονοῖο

(너는) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολυγονοῖτο

(그는) 곱셈을 하기를 (바라다)

쌍수 πολυγονοῖσθον

(너희 둘은) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολυγονοίσθην

(그 둘은) 곱셈을 하기를 (바라다)

복수 πολυγονοίμεθα

(우리는) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολυγονοῖσθε

(너희는) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολυγονοῖντο

(그들은) 곱셈을 하기를 (바라다)

명령법단수 πολυγονοῦ

(너는) 곱셈을 해라

πολυγονείσθω

(그는) 곱셈을 해라

쌍수 πολυγονεῖσθον

(너희 둘은) 곱셈을 해라

πολυγονείσθων

(그 둘은) 곱셈을 해라

복수 πολυγονεῖσθε

(너희는) 곱셈을 해라

πολυγονείσθων, πολυγονείσθωσαν

(그들은) 곱셈을 해라

부정사 πολυγονεῖσθαι

곱셈을 하는 것

분사 남성여성중성
πολυγονουμενος

πολυγονουμενου

πολυγονουμενη

πολυγονουμενης

πολυγονουμενον

πολυγονουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπολυγονούμην

(나는) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολυγονοῦ

(너는) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολυγονεῖτο

(그는) 곱셈을 하고 있었다

쌍수 ἐπολυγονεῖσθον

(너희 둘은) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολυγονείσθην

(그 둘은) 곱셈을 하고 있었다

복수 ἐπολυγονούμεθα

(우리는) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολυγονεῖσθε

(너희는) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολυγονοῦντο

(그들은) 곱셈을 하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν δὲ καὶ τὴν γνώμην παρακινέωνται , καὶ τὴν φθέγξιν ἐξαλλάσσωνται, ἑρπύλου κόμησ ἐνεψητέον ἐν τοῖσι ἐλαίοισι, ἢ κισσοῦ χυλὸν, ἢ πολυγόνου παραχυτέον · ἢν δ’ ἐπὶ μᾶλλον ἡ παραφορὴ ἐξάπτηται, καὶ πευκέδανον καὶ σπονδύλιον τοῖσι ἐλαίοισι ἐνεψεῖν, καὶ ὄξουσ παραχεῖν. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 43)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 43)

  • ἐπὶ δὲ τῇσι διαστάσεσι τῶν τρωμάτων πρὸσ τῷ ὀξυκρήτῳ ἔστω φάρμακα ἁπλᾶ τὴν πρώτην, ἀρνογλώσσου χυλὸσ, ἢ πολυγόνου, ἢ σέριδοσ, ἑκάστου μοίρη πρὸσ τῷ ὀξυκρήτῳ· ἢν δ’ ἐπὶ μᾶλλον Ῥέῃ, ὑποκιστίδοσ, ἢ ἀκακίησ ξηρῶν ἐμπάσσειν, ἐσ γ’ κυάθουσ τοῦ ὀξυκρήτου, ὁλκῆσ τῶνδε δραχμὴν μίην. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 76)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 76)

  • ὅμοιον γὰρ ἐν ἀνομοίῳ, ὅκωσ πίθηκοσ ἀνθρώπῳ, ἄριστον · καὶ ἀμμωνιακὸν τὸ θυμίημα ξὺν ὄξεϊ, καὶ ἀρνογλώσσου χυλῷ, ἢ πολυγόνου, καὶ ὑποκιστὶσ καὶ λύκιον· ἢν δὲ πελιδναὶ ἐώσι αἱ σάρκεσ, προεγχαράσσειν ἐκχυλώσιοσ εἵνεκεν · ἢν δ’ ἐπὶ τοῖσι δριμέσι Ῥεύμασι ἀναδαρέντα πρηο̈́νειν τὰ μέρεα ἐθέλῃσ, τήλιοσ ἀφέψημα, ἢ πτισάνησ χυλὸσ, Ῥύμμα μαλθακόν· λιπασ δὲ Ῥόδινον, ἢ σχίνινον. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 115)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 115)

유의어

  1. 곱셈을 하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION