헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολυδερκής

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολυδερκής πολυδερκές

형태분석: πολυδερκη (어간) + ς (어미)

어원: de/rkomai

  1. much-seeing

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 πολυδερκής

(이)가

πολύδερκες

(것)가

속격 πολυδερκούς

(이)의

πολυδέρκους

(것)의

여격 πολυδερκεί

(이)에게

πολυδέρκει

(것)에게

대격 πολυδερκή

(이)를

πολύδερκες

(것)를

호격 πολυδερκές

(이)야

πολύδερκες

(것)야

쌍수주/대/호 πολυδερκεί

(이)들이

πολυδέρκει

(것)들이

속/여 πολυδερκοίν

(이)들의

πολυδέρκοιν

(것)들의

복수주격 πολυδερκείς

(이)들이

πολυδέρκη

(것)들이

속격 πολυδερκών

(이)들의

πολυδέρκων

(것)들의

여격 πολυδερκέσιν*

(이)들에게

πολυδέρκεσιν*

(것)들에게

대격 πολυδερκείς

(이)들을

πολυδέρκη

(것)들을

호격 πολυδερκείς

(이)들아

πολυδέρκη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἣ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἣ δὲ θύραζε ἔρχεται, οὐδέ ποτ’ ἀμφοτέρασ δόμοσ ἐντὸσ ἐέργει, ἀλλ’ αἰεὶ ἑτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα γαῖαν ἐπιστρέφεται, ἣ δ’ αὖ δόμου ἐντὸσ ἐοῦσα μίμνει τὴν αὐτῆσ ὡρ́ην ὁδοῦ, ἔστ’ ἂν ἵκηται, ἣ μὲν ἐπιχθονίοισι φάοσ πολυδερκὲσ ἔχουσα, ἣ δ’ Ὕπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο. (Hesiod, Theogony, Book Th. 70:5)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 70:5)

유의어

  1. much-seeing

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION