헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλημμυρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλημμυρέω πλημμυρήσω

형태분석: πλημμυρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 넘치다, 범람하다, 풍부하다, 넘쳐 흐르다
  1. to rise like the flood-tide, to overflow, be redundant

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλημμύρω

(나는) 넘친다

πλημμύρεις

(너는) 넘친다

πλημμύρει

(그는) 넘친다

쌍수 πλημμύρειτον

(너희 둘은) 넘친다

πλημμύρειτον

(그 둘은) 넘친다

복수 πλημμύρουμεν

(우리는) 넘친다

πλημμύρειτε

(너희는) 넘친다

πλημμύρουσιν*

(그들은) 넘친다

접속법단수 πλημμύρω

(나는) 넘치자

πλημμύρῃς

(너는) 넘치자

πλημμύρῃ

(그는) 넘치자

쌍수 πλημμύρητον

(너희 둘은) 넘치자

πλημμύρητον

(그 둘은) 넘치자

복수 πλημμύρωμεν

(우리는) 넘치자

πλημμύρητε

(너희는) 넘치자

πλημμύρωσιν*

(그들은) 넘치자

기원법단수 πλημμύροιμι

(나는) 넘치기를 (바라다)

πλημμύροις

(너는) 넘치기를 (바라다)

πλημμύροι

(그는) 넘치기를 (바라다)

쌍수 πλημμύροιτον

(너희 둘은) 넘치기를 (바라다)

πλημμυροίτην

(그 둘은) 넘치기를 (바라다)

복수 πλημμύροιμεν

(우리는) 넘치기를 (바라다)

πλημμύροιτε

(너희는) 넘치기를 (바라다)

πλημμύροιεν

(그들은) 넘치기를 (바라다)

명령법단수 πλημμῦρει

(너는) 넘쳐라

πλημμυρεῖτω

(그는) 넘쳐라

쌍수 πλημμύρειτον

(너희 둘은) 넘쳐라

πλημμυρεῖτων

(그 둘은) 넘쳐라

복수 πλημμύρειτε

(너희는) 넘쳐라

πλημμυροῦντων, πλημμυρεῖτωσαν

(그들은) 넘쳐라

부정사 πλημμύρειν

넘치는 것

분사 남성여성중성
πλημμυρων

πλημμυρουντος

πλημμυρουσα

πλημμυρουσης

πλημμυρουν

πλημμυρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλημμύρουμαι

(나는) 넘쳐진다

πλημμύρει, πλημμύρῃ

(너는) 넘쳐진다

πλημμύρειται

(그는) 넘쳐진다

쌍수 πλημμύρεισθον

(너희 둘은) 넘쳐진다

πλημμύρεισθον

(그 둘은) 넘쳐진다

복수 πλημμυροῦμεθα

(우리는) 넘쳐진다

πλημμύρεισθε

(너희는) 넘쳐진다

πλημμύρουνται

(그들은) 넘쳐진다

접속법단수 πλημμύρωμαι

(나는) 넘쳐지자

πλημμύρῃ

(너는) 넘쳐지자

πλημμύρηται

(그는) 넘쳐지자

쌍수 πλημμύρησθον

(너희 둘은) 넘쳐지자

πλημμύρησθον

(그 둘은) 넘쳐지자

복수 πλημμυρώμεθα

(우리는) 넘쳐지자

πλημμύρησθε

(너희는) 넘쳐지자

πλημμύρωνται

(그들은) 넘쳐지자

기원법단수 πλημμυροίμην

(나는) 넘쳐지기를 (바라다)

πλημμύροιο

(너는) 넘쳐지기를 (바라다)

πλημμύροιτο

(그는) 넘쳐지기를 (바라다)

쌍수 πλημμύροισθον

(너희 둘은) 넘쳐지기를 (바라다)

πλημμυροίσθην

(그 둘은) 넘쳐지기를 (바라다)

복수 πλημμυροίμεθα

(우리는) 넘쳐지기를 (바라다)

πλημμύροισθε

(너희는) 넘쳐지기를 (바라다)

πλημμύροιντο

(그들은) 넘쳐지기를 (바라다)

명령법단수 πλημμύρου

(너는) 넘쳐져라

πλημμυρεῖσθω

(그는) 넘쳐져라

쌍수 πλημμύρεισθον

(너희 둘은) 넘쳐져라

πλημμυρεῖσθων

(그 둘은) 넘쳐져라

복수 πλημμύρεισθε

(너희는) 넘쳐져라

πλημμυρεῖσθων, πλημμυρεῖσθωσαν

(그들은) 넘쳐져라

부정사 πλημμύρεισθαι

넘쳐지는 것

분사 남성여성중성
πλημμυρουμενος

πλημμυρουμενου

πλημμυρουμενη

πλημμυρουμενης

πλημμυρουμενον

πλημμυρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλημμυρήσω

(나는) 넘치겠다

πλημμυρήσεις

(너는) 넘치겠다

πλημμυρήσει

(그는) 넘치겠다

쌍수 πλημμυρήσετον

(너희 둘은) 넘치겠다

πλημμυρήσετον

(그 둘은) 넘치겠다

복수 πλημμυρήσομεν

(우리는) 넘치겠다

πλημμυρήσετε

(너희는) 넘치겠다

πλημμυρήσουσιν*

(그들은) 넘치겠다

기원법단수 πλημμυρήσοιμι

(나는) 넘치겠기를 (바라다)

πλημμυρήσοις

(너는) 넘치겠기를 (바라다)

πλημμυρήσοι

(그는) 넘치겠기를 (바라다)

쌍수 πλημμυρήσοιτον

(너희 둘은) 넘치겠기를 (바라다)

πλημμυρησοίτην

(그 둘은) 넘치겠기를 (바라다)

복수 πλημμυρήσοιμεν

(우리는) 넘치겠기를 (바라다)

πλημμυρήσοιτε

(너희는) 넘치겠기를 (바라다)

πλημμυρήσοιεν

(그들은) 넘치겠기를 (바라다)

부정사 πλημμυρήσειν

넘칠 것

분사 남성여성중성
πλημμυρησων

πλημμυρησοντος

πλημμυρησουσα

πλημμυρησουσης

πλημμυρησον

πλημμυρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλημμυρήσομαι

(나는) 넘쳐지겠다

πλημμυρήσει, πλημμυρήσῃ

(너는) 넘쳐지겠다

πλημμυρήσεται

(그는) 넘쳐지겠다

쌍수 πλημμυρήσεσθον

(너희 둘은) 넘쳐지겠다

πλημμυρήσεσθον

(그 둘은) 넘쳐지겠다

복수 πλημμυρησόμεθα

(우리는) 넘쳐지겠다

πλημμυρήσεσθε

(너희는) 넘쳐지겠다

πλημμυρήσονται

(그들은) 넘쳐지겠다

기원법단수 πλημμυρησοίμην

(나는) 넘쳐지겠기를 (바라다)

πλημμυρήσοιο

(너는) 넘쳐지겠기를 (바라다)

πλημμυρήσοιτο

(그는) 넘쳐지겠기를 (바라다)

쌍수 πλημμυρήσοισθον

(너희 둘은) 넘쳐지겠기를 (바라다)

πλημμυρησοίσθην

(그 둘은) 넘쳐지겠기를 (바라다)

복수 πλημμυρησοίμεθα

(우리는) 넘쳐지겠기를 (바라다)

πλημμυρήσοισθε

(너희는) 넘쳐지겠기를 (바라다)

πλημμυρήσοιντο

(그들은) 넘쳐지겠기를 (바라다)

부정사 πλημμυρήσεσθαι

넘쳐질 것

분사 남성여성중성
πλημμυρησομενος

πλημμυρησομενου

πλημμυρησομενη

πλημμυρησομενης

πλημμυρησομενον

πλημμυρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπλημμῦρουν

(나는) 넘치고 있었다

ἐπλημμῦρεις

(너는) 넘치고 있었다

ἐπλημμῦρειν*

(그는) 넘치고 있었다

쌍수 ἐπλημμύρειτον

(너희 둘은) 넘치고 있었다

ἐπλημμυρεῖτην

(그 둘은) 넘치고 있었다

복수 ἐπλημμύρουμεν

(우리는) 넘치고 있었다

ἐπλημμύρειτε

(너희는) 넘치고 있었다

ἐπλημμῦρουν

(그들은) 넘치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπλημμυροῦμην

(나는) 넘쳐지고 있었다

ἐπλημμύρου

(너는) 넘쳐지고 있었다

ἐπλημμύρειτο

(그는) 넘쳐지고 있었다

쌍수 ἐπλημμύρεισθον

(너희 둘은) 넘쳐지고 있었다

ἐπλημμυρεῖσθην

(그 둘은) 넘쳐지고 있었다

복수 ἐπλημμυροῦμεθα

(우리는) 넘쳐지고 있었다

ἐπλημμύρεισθε

(너희는) 넘쳐지고 있었다

ἐπλημμύρουντο

(그들은) 넘쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸν λέοντα τιμῶσι καὶ χάσμασι λεοντείοισ τὰ τῶν ἱερῶν θυρώματα κοσμοῦσιν, ὅτι πλημμυρεῖ Νεῖλοσ ἠελίου τὰ πρῶτα συνερχομένοιο λέοντι. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 38 1:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 38 1:1)

  • ἢν γὰρ μέζων τῆσ οὐρήθρησ ἐῄ, ἐνίσχεται πολλὸν χρόνον, καὶ πλημμυρεῖ ἡ κύστισ, καὶ ἰσχουρίη νῦν ἐπαλγεστέρη· ξὺν γὰρ τῇδε καὶ οὐρητῆρεσ πίμπρανται· χαλεπωτάτη δὲ ἡ τῶν σκολιῶν ἔξοδοσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 88)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 88)

  • ἀσκίτῃ μὲν γὰρ δοχεῖον, τὸ περιτόναιον, οὐδ’ ἐκροὴν ἴσχει, ἀλλὰ μίμνον τῇδε πλημμυρεῖ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 2)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 2)

  • αἶ, αἶ, πλημμυρεῖ παρθενικαῖσι φόνοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 134 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 134 1:2)

  • νέρθε δὲ πάνθ’ ὑπέραντλα νεώσ, κοίλῃ δὲ θάλασσα πλημμύρει, γόνασιν δ’ ἔντρομόσ ἐστι σάλοσ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 204 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 204 1:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION