헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλαταγέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλαταγέω πλαταγήσω

형태분석: πλαταγέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 충돌하다, 격돌하다, 맞붙다
  2. 때리다, 두드리다
  1. to clap, clap the hands, to clash, crack
  2. to beat

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλατάγω

(나는) 충돌한다

πλατάγεις

(너는) 충돌한다

πλατάγει

(그는) 충돌한다

쌍수 πλατάγειτον

(너희 둘은) 충돌한다

πλατάγειτον

(그 둘은) 충돌한다

복수 πλατάγουμεν

(우리는) 충돌한다

πλατάγειτε

(너희는) 충돌한다

πλατάγουσιν*

(그들은) 충돌한다

접속법단수 πλατάγω

(나는) 충돌하자

πλατάγῃς

(너는) 충돌하자

πλατάγῃ

(그는) 충돌하자

쌍수 πλατάγητον

(너희 둘은) 충돌하자

πλατάγητον

(그 둘은) 충돌하자

복수 πλατάγωμεν

(우리는) 충돌하자

πλατάγητε

(너희는) 충돌하자

πλατάγωσιν*

(그들은) 충돌하자

기원법단수 πλατάγοιμι

(나는) 충돌하기를 (바라다)

πλατάγοις

(너는) 충돌하기를 (바라다)

πλατάγοι

(그는) 충돌하기를 (바라다)

쌍수 πλατάγοιτον

(너희 둘은) 충돌하기를 (바라다)

πλαταγοίτην

(그 둘은) 충돌하기를 (바라다)

복수 πλατάγοιμεν

(우리는) 충돌하기를 (바라다)

πλατάγοιτε

(너희는) 충돌하기를 (바라다)

πλατάγοιεν

(그들은) 충돌하기를 (바라다)

명령법단수 πλατᾶγει

(너는) 충돌해라

πλαταγεῖτω

(그는) 충돌해라

쌍수 πλατάγειτον

(너희 둘은) 충돌해라

πλαταγεῖτων

(그 둘은) 충돌해라

복수 πλατάγειτε

(너희는) 충돌해라

πλαταγοῦντων, πλαταγεῖτωσαν

(그들은) 충돌해라

부정사 πλατάγειν

충돌하는 것

분사 남성여성중성
πλαταγων

πλαταγουντος

πλαταγουσα

πλαταγουσης

πλαταγουν

πλαταγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλατάγουμαι

(나는) 충돌된다

πλατάγει, πλατάγῃ

(너는) 충돌된다

πλατάγειται

(그는) 충돌된다

쌍수 πλατάγεισθον

(너희 둘은) 충돌된다

πλατάγεισθον

(그 둘은) 충돌된다

복수 πλαταγοῦμεθα

(우리는) 충돌된다

πλατάγεισθε

(너희는) 충돌된다

πλατάγουνται

(그들은) 충돌된다

접속법단수 πλατάγωμαι

(나는) 충돌되자

πλατάγῃ

(너는) 충돌되자

πλατάγηται

(그는) 충돌되자

쌍수 πλατάγησθον

(너희 둘은) 충돌되자

πλατάγησθον

(그 둘은) 충돌되자

복수 πλαταγώμεθα

(우리는) 충돌되자

πλατάγησθε

(너희는) 충돌되자

πλατάγωνται

(그들은) 충돌되자

기원법단수 πλαταγοίμην

(나는) 충돌되기를 (바라다)

πλατάγοιο

(너는) 충돌되기를 (바라다)

πλατάγοιτο

(그는) 충돌되기를 (바라다)

쌍수 πλατάγοισθον

(너희 둘은) 충돌되기를 (바라다)

πλαταγοίσθην

(그 둘은) 충돌되기를 (바라다)

복수 πλαταγοίμεθα

(우리는) 충돌되기를 (바라다)

πλατάγοισθε

(너희는) 충돌되기를 (바라다)

πλατάγοιντο

(그들은) 충돌되기를 (바라다)

명령법단수 πλατάγου

(너는) 충돌되어라

πλαταγεῖσθω

(그는) 충돌되어라

쌍수 πλατάγεισθον

(너희 둘은) 충돌되어라

πλαταγεῖσθων

(그 둘은) 충돌되어라

복수 πλατάγεισθε

(너희는) 충돌되어라

πλαταγεῖσθων, πλαταγεῖσθωσαν

(그들은) 충돌되어라

부정사 πλατάγεισθαι

충돌되는 것

분사 남성여성중성
πλαταγουμενος

πλαταγουμενου

πλαταγουμενη

πλαταγουμενης

πλαταγουμενον

πλαταγουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλαταγήσω

(나는) 충돌하겠다

πλαταγήσεις

(너는) 충돌하겠다

πλαταγήσει

(그는) 충돌하겠다

쌍수 πλαταγήσετον

(너희 둘은) 충돌하겠다

πλαταγήσετον

(그 둘은) 충돌하겠다

복수 πλαταγήσομεν

(우리는) 충돌하겠다

πλαταγήσετε

(너희는) 충돌하겠다

πλαταγήσουσιν*

(그들은) 충돌하겠다

기원법단수 πλαταγήσοιμι

(나는) 충돌하겠기를 (바라다)

πλαταγήσοις

(너는) 충돌하겠기를 (바라다)

πλαταγήσοι

(그는) 충돌하겠기를 (바라다)

쌍수 πλαταγήσοιτον

(너희 둘은) 충돌하겠기를 (바라다)

πλαταγησοίτην

(그 둘은) 충돌하겠기를 (바라다)

복수 πλαταγήσοιμεν

(우리는) 충돌하겠기를 (바라다)

πλαταγήσοιτε

(너희는) 충돌하겠기를 (바라다)

πλαταγήσοιεν

(그들은) 충돌하겠기를 (바라다)

부정사 πλαταγήσειν

충돌할 것

분사 남성여성중성
πλαταγησων

πλαταγησοντος

πλαταγησουσα

πλαταγησουσης

πλαταγησον

πλαταγησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλαταγήσομαι

(나는) 충돌되겠다

πλαταγήσει, πλαταγήσῃ

(너는) 충돌되겠다

πλαταγήσεται

(그는) 충돌되겠다

쌍수 πλαταγήσεσθον

(너희 둘은) 충돌되겠다

πλαταγήσεσθον

(그 둘은) 충돌되겠다

복수 πλαταγησόμεθα

(우리는) 충돌되겠다

πλαταγήσεσθε

(너희는) 충돌되겠다

πλαταγήσονται

(그들은) 충돌되겠다

기원법단수 πλαταγησοίμην

(나는) 충돌되겠기를 (바라다)

πλαταγήσοιο

(너는) 충돌되겠기를 (바라다)

πλαταγήσοιτο

(그는) 충돌되겠기를 (바라다)

쌍수 πλαταγήσοισθον

(너희 둘은) 충돌되겠기를 (바라다)

πλαταγησοίσθην

(그 둘은) 충돌되겠기를 (바라다)

복수 πλαταγησοίμεθα

(우리는) 충돌되겠기를 (바라다)

πλαταγήσοισθε

(너희는) 충돌되겠기를 (바라다)

πλαταγήσοιντο

(그들은) 충돌되겠기를 (바라다)

부정사 πλαταγήσεσθαι

충돌될 것

분사 남성여성중성
πλαταγησομενος

πλαταγησομενου

πλαταγησομενη

πλαταγησομενης

πλαταγησομενον

πλαταγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπλατᾶγουν

(나는) 충돌하고 있었다

ἐπλατᾶγεις

(너는) 충돌하고 있었다

ἐπλατᾶγειν*

(그는) 충돌하고 있었다

쌍수 ἐπλατάγειτον

(너희 둘은) 충돌하고 있었다

ἐπλαταγεῖτην

(그 둘은) 충돌하고 있었다

복수 ἐπλατάγουμεν

(우리는) 충돌하고 있었다

ἐπλατάγειτε

(너희는) 충돌하고 있었다

ἐπλατᾶγουν

(그들은) 충돌하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπλαταγοῦμην

(나는) 충돌되고 있었다

ἐπλατάγου

(너는) 충돌되고 있었다

ἐπλατάγειτο

(그는) 충돌되고 있었다

쌍수 ἐπλατάγεισθον

(너희 둘은) 충돌되고 있었다

ἐπλαταγεῖσθην

(그 둘은) 충돌되고 있었다

복수 ἐπλαταγοῦμεθα

(우리는) 충돌되고 있었다

ἐπλατάγεισθε

(너희는) 충돌되고 있었다

ἐπλατάγουντο

(그들은) 충돌되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 때리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION