- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πιστευτικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: pisteutikos 고전 발음: [띠꼬] 신약 발음: [띠꼬]

기본형: πιστευτικός πιστευτική πιστευτικόν

형태분석: πιστευτικ (어간) + ος (어미)

어원: from πιστεύω

  1. disposed to trust, confiding, to rely upon
  2. creating belief

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πιστευτικός

(이)가

πιστευτική

(이)가

πιστευτικόν

(것)가

속격 πιστευτικοῦ

(이)의

πιστευτικῆς

(이)의

πιστευτικοῦ

(것)의

여격 πιστευτικῷ

(이)에게

πιστευτικῇ

(이)에게

πιστευτικῷ

(것)에게

대격 πιστευτικόν

(이)를

πιστευτικήν

(이)를

πιστευτικόν

(것)를

호격 πιστευτικέ

(이)야

πιστευτική

(이)야

πιστευτικόν

(것)야

쌍수주/대/호 πιστευτικώ

(이)들이

πιστευτικά

(이)들이

πιστευτικώ

(것)들이

속/여 πιστευτικοῖν

(이)들의

πιστευτικαῖν

(이)들의

πιστευτικοῖν

(것)들의

복수주격 πιστευτικοί

(이)들이

πιστευτικαί

(이)들이

πιστευτικά

(것)들이

속격 πιστευτικῶν

(이)들의

πιστευτικῶν

(이)들의

πιστευτικῶν

(것)들의

여격 πιστευτικοῖς

(이)들에게

πιστευτικαῖς

(이)들에게

πιστευτικοῖς

(것)들에게

대격 πιστευτικούς

(이)들을

πιστευτικάς

(이)들을

πιστευτικά

(것)들을

호격 πιστευτικοί

(이)들아

πιστευτικαί

(이)들아

πιστευτικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοὺς μὴ εὐλαβεῖς μηδὲ φυλακτικοὺς ἀλλὰ πιστευτικούς: (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 12 19:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 12 19:1)

  • ἡ ῥητορικὴ ἄρα, ὡς ἐοίκεν, πειθοῦς δημιουργός ἐστιν πιστευτικῆς ἀλλ οὐ διδασκαλικῆς περὶ τὸ δίκαιόν τε καὶ ἄδικον. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 47:8)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 47:8)

유의어

  1. disposed to trust

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION