헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πικρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πικρίζω πικρίσω

형태분석: πικρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: pikro/s

  1. to be or taste bitter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πικρίζω

πικρίζεις

πικρίζει

쌍수 πικρίζετον

πικρίζετον

복수 πικρίζομεν

πικρίζετε

πικρίζουσιν*

접속법단수 πικρίζω

πικρίζῃς

πικρίζῃ

쌍수 πικρίζητον

πικρίζητον

복수 πικρίζωμεν

πικρίζητε

πικρίζωσιν*

기원법단수 πικρίζοιμι

πικρίζοις

πικρίζοι

쌍수 πικρίζοιτον

πικριζοίτην

복수 πικρίζοιμεν

πικρίζοιτε

πικρίζοιεν

명령법단수 πίκριζε

πικριζέτω

쌍수 πικρίζετον

πικριζέτων

복수 πικρίζετε

πικριζόντων, πικριζέτωσαν

부정사 πικρίζειν

분사 남성여성중성
πικριζων

πικριζοντος

πικριζουσα

πικριζουσης

πικριζον

πικριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πικρίζομαι

πικρίζει, πικρίζῃ

πικρίζεται

쌍수 πικρίζεσθον

πικρίζεσθον

복수 πικριζόμεθα

πικρίζεσθε

πικρίζονται

접속법단수 πικρίζωμαι

πικρίζῃ

πικρίζηται

쌍수 πικρίζησθον

πικρίζησθον

복수 πικριζώμεθα

πικρίζησθε

πικρίζωνται

기원법단수 πικριζοίμην

πικρίζοιο

πικρίζοιτο

쌍수 πικρίζοισθον

πικριζοίσθην

복수 πικριζοίμεθα

πικρίζοισθε

πικρίζοιντο

명령법단수 πικρίζου

πικριζέσθω

쌍수 πικρίζεσθον

πικριζέσθων

복수 πικρίζεσθε

πικριζέσθων, πικριζέσθωσαν

부정사 πικρίζεσθαι

분사 남성여성중성
πικριζομενος

πικριζομενου

πικριζομενη

πικριζομενης

πικριζομενον

πικριζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀγαθὴ δ’ ἐστὶν ἡ χώρα καὶ καρποῖσ πλὴν τοῦ μέλιτοσ πικρίζει γὰρ τὸ πλέον καὶ τοῖσ πρὸσ ναυπηγίαν πᾶσιν· (Strabo, Geography, Book 11, chapter 2 26:6)

    (스트라본, 지리학, Book 11, chapter 2 26:6)

유의어

  1. to be or taste bitter

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION