Ancient Greek-English Dictionary Language

πιδακώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πιδακώδης πιδακώδες

Structure: πιδακωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. full of springs

Examples

  • ἐκροαὶ δὲ τοῦ γάλακτοσ οὐκ εἰσὶν οὐδὲ κρουνοὶ μεθιέντεσ ἀθρόωσ, εἰσ δὲ σάρκα πιδακώδη καὶ πόροισ ἀτρέμα λεπτοῖσ διηθοῦσαν ἀπολήγων, εὐμενὲσ τῷ τοῦ νηπίου στόματι καὶ προσφιλὲσ; (Plutarch, De amore prolis, section 3 15:1)
  • ἐκροαὶ δὲ τοῦ γάλακτοσ οὐκ εἰσὶν οὐδὲ κρουνοὶ μεθιέντεσ ἀθρόωσ, εἰσ δὲ σάρκα πιδακώδη καὶ πόροισ ἀτρέμα λεπτοῖσ διηθοῦσαν ἀπολήγων, εὐμενὲσ τῷ τοῦ νηπίου στόματι καὶ προσφιλὲσ ψαῦσαι καὶ περιλαβεῖν ἐνδίδωσι ταμεῖον. (Plutarch, De amore prolis, section 3 5:2)

Synonyms

  1. full of springs

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION