Ancient Greek-English Dictionary Language

πηλώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πηλώδης πηλώδες

Structure: πηλωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like clay, clayey, muddy

Examples

  • ἐπιγενομένων δὲ ὄμβρων μεγάλων καὶ τῆσ χώρασ οὔσησ βαθυγείου καὶ πηλώδουσ τῶν τε ὑποζυγίων οὐκ ὀλίγα συνέβη καὶ τῶν σωμάτων τινὰ διαφθαρῆναι καὶ τὸ σύνολον ἐπιπόνωσ ἅπασαν τὴν δύναμιν διατεθῆναι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 109 3:1)
  • ὁ δ’ ἀληθὴσ λόγοσ ὅτι κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆσ σύστασιν τῆσ νήσου πηλώδουσ οὔσησ ἔτι καὶ μαλακῆσ, τὸν ἥλιον ἀναξηράναντα τὴν πολλὴν ὑγρότητα ζωογονῆσαι τὴν γῆν, καὶ γενέσθαι τοὺσ κληθέντασ ἀπ’ αὐτοῦ Ἡλιάδασ, ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ ἄλλουσ ὁμοίωσ λαοὺσ αὐτόχθονασ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 56 3:2)
  • μετὰ δὲ Ὄγχησμον Ποσείδιον καὶ Βουθρωτὸν ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ Πηλώδουσ καλουμένου λιμένοσ ἱδρυμένον ἐν τόπῳ χερρονησίζοντι, ἐποίκουσ ἔχον Ῥωμαίουσ, καὶ τὰ Σύβοτα. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 7 10:6)

Synonyms

  1. like clay

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION