헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πεζοπορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πεζοπορέω

형태분석: πεζοπορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from pezopo/ros

  1. 걸어가다
  2. 행진하다, 전진하다, 나아가다
  1. to go on foot
  2. to go by land, to march

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πεζοπόρω

(나는) 걸어간다

πεζοπόρεις

(너는) 걸어간다

πεζοπόρει

(그는) 걸어간다

쌍수 πεζοπόρειτον

(너희 둘은) 걸어간다

πεζοπόρειτον

(그 둘은) 걸어간다

복수 πεζοπόρουμεν

(우리는) 걸어간다

πεζοπόρειτε

(너희는) 걸어간다

πεζοπόρουσιν*

(그들은) 걸어간다

접속법단수 πεζοπόρω

(나는) 걸어가자

πεζοπόρῃς

(너는) 걸어가자

πεζοπόρῃ

(그는) 걸어가자

쌍수 πεζοπόρητον

(너희 둘은) 걸어가자

πεζοπόρητον

(그 둘은) 걸어가자

복수 πεζοπόρωμεν

(우리는) 걸어가자

πεζοπόρητε

(너희는) 걸어가자

πεζοπόρωσιν*

(그들은) 걸어가자

기원법단수 πεζοπόροιμι

(나는) 걸어가기를 (바라다)

πεζοπόροις

(너는) 걸어가기를 (바라다)

πεζοπόροι

(그는) 걸어가기를 (바라다)

쌍수 πεζοπόροιτον

(너희 둘은) 걸어가기를 (바라다)

πεζοποροίτην

(그 둘은) 걸어가기를 (바라다)

복수 πεζοπόροιμεν

(우리는) 걸어가기를 (바라다)

πεζοπόροιτε

(너희는) 걸어가기를 (바라다)

πεζοπόροιεν

(그들은) 걸어가기를 (바라다)

명령법단수 πεζοπο͂ρει

(너는) 걸어가라

πεζοπορεῖτω

(그는) 걸어가라

쌍수 πεζοπόρειτον

(너희 둘은) 걸어가라

πεζοπορεῖτων

(그 둘은) 걸어가라

복수 πεζοπόρειτε

(너희는) 걸어가라

πεζοποροῦντων, πεζοπορεῖτωσαν

(그들은) 걸어가라

부정사 πεζοπόρειν

걸어가는 것

분사 남성여성중성
πεζοπορων

πεζοπορουντος

πεζοπορουσα

πεζοπορουσης

πεζοπορουν

πεζοπορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πεζοπόρουμαι

πεζοπόρει, πεζοπόρῃ

πεζοπόρειται

쌍수 πεζοπόρεισθον

πεζοπόρεισθον

복수 πεζοποροῦμεθα

πεζοπόρεισθε

πεζοπόρουνται

접속법단수 πεζοπόρωμαι

πεζοπόρῃ

πεζοπόρηται

쌍수 πεζοπόρησθον

πεζοπόρησθον

복수 πεζοπορώμεθα

πεζοπόρησθε

πεζοπόρωνται

기원법단수 πεζοποροίμην

πεζοπόροιο

πεζοπόροιτο

쌍수 πεζοπόροισθον

πεζοποροίσθην

복수 πεζοποροίμεθα

πεζοπόροισθε

πεζοπόροιντο

명령법단수 πεζοπόρου

πεζοπορεῖσθω

쌍수 πεζοπόρεισθον

πεζοπορεῖσθων

복수 πεζοπόρεισθε

πεζοπορεῖσθων, πεζοπορεῖσθωσαν

부정사 πεζοπόρεισθαι

분사 남성여성중성
πεζοπορουμενος

πεζοπορουμενου

πεζοπορουμενη

πεζοπορουμενης

πεζοπορουμενον

πεζοπορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεζοπο͂ρουν

(나는) 걸어가고 있었다

ἐπεζοπο͂ρεις

(너는) 걸어가고 있었다

ἐπεζοπο͂ρειν*

(그는) 걸어가고 있었다

쌍수 ἐπεζοπόρειτον

(너희 둘은) 걸어가고 있었다

ἐπεζοπορεῖτην

(그 둘은) 걸어가고 있었다

복수 ἐπεζοπόρουμεν

(우리는) 걸어가고 있었다

ἐπεζοπόρειτε

(너희는) 걸어가고 있었다

ἐπεζοπο͂ρουν

(그들은) 걸어가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεζοποροῦμην

ἐπεζοπόρου

ἐπεζοπόρειτο

쌍수 ἐπεζοπόρεισθον

ἐπεζοπορεῖσθην

복수 ἐπεζοποροῦμεθα

ἐπεζοπόρεισθε

ἐπεζοπόρουντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 걸어가다

  2. 행진하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION