Ancient Greek-English Dictionary Language

περισκελής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περισκελής περισκελές

Structure: περισκελη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ske/llw

Sense

  1. dry and hard all round, exceeding hard, obstinate, stubborn

Examples

  • καὶ ἐνδύσεται ὁ ἱερεὺσ χιτῶνα λινοῦν καὶ περισκελὲσ λινοῦν ἐνδύσεται περὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, καὶ ἀφελεῖ τὴν κατακάρπωσιν, ἣν ἂν καταναλώσῃ τὸ πῦρ, τὴν ὁλοκαύτωσιν, ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ παραθήσει αὐτὸ ἐχόμενον τοῦ θυσιαστηρίου. (Septuagint, Liber Leviticus 6:3)
  • καὶ χιτῶνα λινοῦν ἡγιασμένον ἐνδύσεται, καὶ περισκελὲσ λινοῦν ἔσται ἐπὶ τοῦ χρωτὸσ αὐτοῦ, καὶ ζώνῃ λινῇ ζώσεται καὶ κίδαριν λινῆν περιθήσεται, ἱμάτια ἅγιά ἐστι, καὶ λούσεται ὕδατι πᾶν τὸ σῶμα αὐτοῦ, καὶ ἐνδύσεται αὐτά. (Septuagint, Liber Leviticus 16:4)
  • ἀνάγκη δ’ ἐπὶ τῶν ἐνδόξων τόπων ὑπομένειν τὸ περισκελὲσ τῆσ τοιαύτησ γεωγραφίασ. (Strabo, Geography, Book 14, chapter 1 13:3)

Synonyms

  1. dry and hard all round

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION