Ancient Greek-English Dictionary Language

περιλούω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περιλούω περιλούσω

Structure: περι (Prefix) + λού (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to wash all over

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλούω περιλούεις περιλούει
Dual περιλούετον περιλούετον
Plural περιλούομεν περιλούετε περιλούουσιν*
SubjunctiveSingular περιλούω περιλούῃς περιλούῃ
Dual περιλούητον περιλούητον
Plural περιλούωμεν περιλούητε περιλούωσιν*
OptativeSingular περιλούοιμι περιλούοις περιλούοι
Dual περιλούοιτον περιλουοίτην
Plural περιλούοιμεν περιλούοιτε περιλούοιεν
ImperativeSingular περιλούε περιλουέτω
Dual περιλούετον περιλουέτων
Plural περιλούετε περιλουόντων, περιλουέτωσαν
Infinitive περιλούειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλουων περιλουοντος περιλουουσα περιλουουσης περιλουον περιλουοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλούομαι περιλούει, περιλούῃ περιλούεται
Dual περιλούεσθον περιλούεσθον
Plural περιλουόμεθα περιλούεσθε περιλούονται
SubjunctiveSingular περιλούωμαι περιλούῃ περιλούηται
Dual περιλούησθον περιλούησθον
Plural περιλουώμεθα περιλούησθε περιλούωνται
OptativeSingular περιλουοίμην περιλούοιο περιλούοιτο
Dual περιλούοισθον περιλουοίσθην
Plural περιλουοίμεθα περιλούοισθε περιλούοιντο
ImperativeSingular περιλούου περιλουέσθω
Dual περιλούεσθον περιλουέσθων
Plural περιλούεσθε περιλουέσθων, περιλουέσθωσαν
Infinitive περιλούεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλουομενος περιλουομενου περιλουομενη περιλουομενης περιλουομενον περιλουομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλούσω περιλούσεις περιλούσει
Dual περιλούσετον περιλούσετον
Plural περιλούσομεν περιλούσετε περιλούσουσιν*
OptativeSingular περιλούσοιμι περιλούσοις περιλούσοι
Dual περιλούσοιτον περιλουσοίτην
Plural περιλούσοιμεν περιλούσοιτε περιλούσοιεν
Infinitive περιλούσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλουσων περιλουσοντος περιλουσουσα περιλουσουσης περιλουσον περιλουσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιλούσομαι περιλούσει, περιλούσῃ περιλούσεται
Dual περιλούσεσθον περιλούσεσθον
Plural περιλουσόμεθα περιλούσεσθε περιλούσονται
OptativeSingular περιλουσοίμην περιλούσοιο περιλούσοιτο
Dual περιλούσοισθον περιλουσοίσθην
Plural περιλουσοίμεθα περιλούσοισθε περιλούσοιντο
Infinitive περιλούσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιλουσομενος περιλουσομενου περιλουσομενη περιλουσομενης περιλουσομενον περιλουσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to wash all over

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION