헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περικάμπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περικάμπτω περικάμψω

형태분석: περι (접두사) + κάμπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bend round: to drive round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικάμπτω

περικάμπτεις

περικάμπτει

쌍수 περικάμπτετον

περικάμπτετον

복수 περικάμπτομεν

περικάμπτετε

περικάμπτουσιν*

접속법단수 περικάμπτω

περικάμπτῃς

περικάμπτῃ

쌍수 περικάμπτητον

περικάμπτητον

복수 περικάμπτωμεν

περικάμπτητε

περικάμπτωσιν*

기원법단수 περικάμπτοιμι

περικάμπτοις

περικάμπτοι

쌍수 περικάμπτοιτον

περικαμπτοίτην

복수 περικάμπτοιμεν

περικάμπτοιτε

περικάμπτοιεν

명령법단수 περικάμπτε

περικαμπτέτω

쌍수 περικάμπτετον

περικαμπτέτων

복수 περικάμπτετε

περικαμπτόντων, περικαμπτέτωσαν

부정사 περικάμπτειν

분사 남성여성중성
περικαμπτων

περικαμπτοντος

περικαμπτουσα

περικαμπτουσης

περικαμπτον

περικαμπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικάμπτομαι

περικάμπτει, περικάμπτῃ

περικάμπτεται

쌍수 περικάμπτεσθον

περικάμπτεσθον

복수 περικαμπτόμεθα

περικάμπτεσθε

περικάμπτονται

접속법단수 περικάμπτωμαι

περικάμπτῃ

περικάμπτηται

쌍수 περικάμπτησθον

περικάμπτησθον

복수 περικαμπτώμεθα

περικάμπτησθε

περικάμπτωνται

기원법단수 περικαμπτοίμην

περικάμπτοιο

περικάμπτοιτο

쌍수 περικάμπτοισθον

περικαμπτοίσθην

복수 περικαμπτοίμεθα

περικάμπτοισθε

περικάμπτοιντο

명령법단수 περικάμπτου

περικαμπτέσθω

쌍수 περικάμπτεσθον

περικαμπτέσθων

복수 περικάμπτεσθε

περικαμπτέσθων, περικαμπτέσθωσαν

부정사 περικάμπτεσθαι

분사 남성여성중성
περικαμπτομενος

περικαμπτομενου

περικαμπτομενη

περικαμπτομενης

περικαμπτομενον

περικαμπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικάμψω

περικάμψεις

περικάμψει

쌍수 περικάμψετον

περικάμψετον

복수 περικάμψομεν

περικάμψετε

περικάμψουσιν*

기원법단수 περικάμψοιμι

περικάμψοις

περικάμψοι

쌍수 περικάμψοιτον

περικαμψοίτην

복수 περικάμψοιμεν

περικάμψοιτε

περικάμψοιεν

부정사 περικάμψειν

분사 남성여성중성
περικαμψων

περικαμψοντος

περικαμψουσα

περικαμψουσης

περικαμψον

περικαμψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικάμψομαι

περικάμψει, περικάμψῃ

περικάμψεται

쌍수 περικάμψεσθον

περικάμψεσθον

복수 περικαμψόμεθα

περικάμψεσθε

περικάμψονται

기원법단수 περικαμψοίμην

περικάμψοιο

περικάμψοιτο

쌍수 περικάμψοισθον

περικαμψοίσθην

복수 περικαμψοίμεθα

περικάμψοισθε

περικάμψοιντο

부정사 περικάμψεσθαι

분사 남성여성중성
περικαμψομενος

περικαμψομενου

περικαμψομενη

περικαμψομενης

περικαμψομενον

περικαμψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bend round

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION