Ancient Greek-English Dictionary Language

περικαλλής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: περικαλλής περικαλλές

Structure: περικαλλη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ka/llos

Sense

  1. very beautiful

Examples

  • τοῦτο δὲ πύργοισ τε διείληπται μεγίστοισ, ὧν ὁ προύχων καὶ περικαλλέστατοσ ἀπὸ τοῦ Καίσαροσ προγόνου Δρούσιον κέκληται, ψαλίδεσ τε πυκναὶ πρὸσ καταγωγὴν τῶν ἐνορμιζομένων καὶ τὸ πρὸ αὐτῶν πᾶν κύκλῳ νάγμα τοῖσ ἀποβαίνουσιν πλατὺσ περίπατοσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 588:3)

Synonyms

  1. very beautiful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION