Ancient Greek-English Dictionary Language

περικαλλής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: περικαλλής περικαλλές

Structure: περικαλλη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ka/llos

Sense

  1. very beautiful

Examples

  • ἀλλ’ ὦ περικαλλεῖ Θεσμοφόρω δέξασθέ με ἀγαθῇ τύχῃ καὶ δεῦρο <καὶ> πάλιν οἴκαδε. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics 3:17)
  • τίσ δὲ τέλοσ νηῷ περικάλλεϊ χεὶρ ἐπιθήσει; (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 1392)
  • τὴν μέν θ’ ἁρματοπηγὸσ ἀνὴρ αἴθωνι σιδήρῳ ἐξέταμ’, ὄφρα ἴτυν κάμψῃ περικαλλέϊ δίφρῳ· (Homer, Iliad, Book 4 48:7)
  • οἳ μὲν ἄρ’ ἀντίθεον Σαρπηδόνα δῖοι ἑταῖροι εἷσαν ὑπ’ αἰγιόχοιο Διὸσ περικαλλέϊ φηγῷ· (Homer, Iliad, Book 5 71:2)
  • πὰρ δὲ Διὸσ βωμῷ περικαλλέϊ κάββαλε νεβρόν, ἔνθα πανομφαίῳ Ζηνὶ ῥέζεσκον Ἀχαιοί. (Homer, Iliad, Book 8 27:3)

Synonyms

  1. very beautiful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION