Ancient Greek-English Dictionary Language

περιφρόνησις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περιφρόνησις περιφρόνησεως

Structure: περιφρονησι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from perifrone/w

Sense

  1. contempt

Examples

  • καὶ χρημάτων ἐπιμέλεια μὲν συνεχὴσ καὶ τήρησισ αὔξει πλοῦτον, ὑπεροψία δὲ καὶ περιφρόνησισ μέγα πρὸσ φιλοσοφίαν ἐφόδιον. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 133)
  • καὶ χρημάτων ἐπιμέλεια μὲν συνεχὴσ καὶ τήρησισ αὔξει πλοῦτον, ὑπεροψία δὲ καὶ περιφρόνησισ μέγα πρὸσ φιλοσοφίαν ἐφόδιον. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 13 2:1)

Synonyms

  1. contempt

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION