Ancient Greek-English Dictionary Language

περιφοίτησις

Third declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: περιφοίτησις περιφοίτησεως

Structure: περιφοιτησι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: foita/w

Sense

  1. a wandering about

Examples

  • τοῖσ δὲ πλείστοισ ἐδόκει πρόσχημα ποιεῖσθαι τὸν θεόν, ἄλλωσ δὲ τοὺσ ἐφόρουσ δεδοικὼσ καὶ τὸν οἴκοι ζυγὸν οὐ φέρων οὐδ’ ὑπομένων ἄρχεσθαι πλάνησ ὀρέγεσθαι καὶ περιφοιτήσεωσ τινόσ, ὥσπερ ἵπποσ ἐκ νομῆσ ἀφέτου καὶ λειμῶνοσ αὖθισ ἥκων ἐπὶ φάτνην καὶ πρὸσ τὸ σύνηθεσ ἔργον αὖθισ ἀγόμενοσ. (Plutarch, , chapter 20 6:1)

Synonyms

  1. a wandering about

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION