헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιβόσκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιβόσκω

형태분석: περι (접두사) + βόσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to let feed around, to feed on all round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβόσκω

περιβόσκεις

περιβόσκει

쌍수 περιβόσκετον

περιβόσκετον

복수 περιβόσκομεν

περιβόσκετε

περιβόσκουσιν*

접속법단수 περιβόσκω

περιβόσκῃς

περιβόσκῃ

쌍수 περιβόσκητον

περιβόσκητον

복수 περιβόσκωμεν

περιβόσκητε

περιβόσκωσιν*

기원법단수 περιβόσκοιμι

περιβόσκοις

περιβόσκοι

쌍수 περιβόσκοιτον

περιβοσκοίτην

복수 περιβόσκοιμεν

περιβόσκοιτε

περιβόσκοιεν

명령법단수 περιβόσκε

περιβοσκέτω

쌍수 περιβόσκετον

περιβοσκέτων

복수 περιβόσκετε

περιβοσκόντων, περιβοσκέτωσαν

부정사 περιβόσκειν

분사 남성여성중성
περιβοσκων

περιβοσκοντος

περιβοσκουσα

περιβοσκουσης

περιβοσκον

περιβοσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβόσκομαι

περιβόσκει, περιβόσκῃ

περιβόσκεται

쌍수 περιβόσκεσθον

περιβόσκεσθον

복수 περιβοσκόμεθα

περιβόσκεσθε

περιβόσκονται

접속법단수 περιβόσκωμαι

περιβόσκῃ

περιβόσκηται

쌍수 περιβόσκησθον

περιβόσκησθον

복수 περιβοσκώμεθα

περιβόσκησθε

περιβόσκωνται

기원법단수 περιβοσκοίμην

περιβόσκοιο

περιβόσκοιτο

쌍수 περιβόσκοισθον

περιβοσκοίσθην

복수 περιβοσκοίμεθα

περιβόσκοισθε

περιβόσκοιντο

명령법단수 περιβόσκου

περιβοσκέσθω

쌍수 περιβόσκεσθον

περιβοσκέσθων

복수 περιβόσκεσθε

περιβοσκέσθων, περιβοσκέσθωσαν

부정사 περιβόσκεσθαι

분사 남성여성중성
περιβοσκομενος

περιβοσκομενου

περιβοσκομενη

περιβοσκομενης

περιβοσκομενον

περιβοσκομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to let feed around

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION