헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραυγάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραυγάζω παραυγάσω

형태분석: παρ (접두사) + αὐγάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빛나다, 반짝이다, 비치다, 비추다
  1. to illumine slightly, to be illumined, to shine

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραυγάζω

(나는) 빛난다

παραυγάζεις

(너는) 빛난다

παραυγάζει

(그는) 빛난다

쌍수 παραυγάζετον

(너희 둘은) 빛난다

παραυγάζετον

(그 둘은) 빛난다

복수 παραυγάζομεν

(우리는) 빛난다

παραυγάζετε

(너희는) 빛난다

παραυγάζουσιν*

(그들은) 빛난다

접속법단수 παραυγάζω

(나는) 빛나자

παραυγάζῃς

(너는) 빛나자

παραυγάζῃ

(그는) 빛나자

쌍수 παραυγάζητον

(너희 둘은) 빛나자

παραυγάζητον

(그 둘은) 빛나자

복수 παραυγάζωμεν

(우리는) 빛나자

παραυγάζητε

(너희는) 빛나자

παραυγάζωσιν*

(그들은) 빛나자

기원법단수 παραυγάζοιμι

(나는) 빛나기를 (바라다)

παραυγάζοις

(너는) 빛나기를 (바라다)

παραυγάζοι

(그는) 빛나기를 (바라다)

쌍수 παραυγάζοιτον

(너희 둘은) 빛나기를 (바라다)

παραυγαζοίτην

(그 둘은) 빛나기를 (바라다)

복수 παραυγάζοιμεν

(우리는) 빛나기를 (바라다)

παραυγάζοιτε

(너희는) 빛나기를 (바라다)

παραυγάζοιεν

(그들은) 빛나기를 (바라다)

명령법단수 παραύγαζε

(너는) 빛나라

παραυγαζέτω

(그는) 빛나라

쌍수 παραυγάζετον

(너희 둘은) 빛나라

παραυγαζέτων

(그 둘은) 빛나라

복수 παραυγάζετε

(너희는) 빛나라

παραυγαζόντων, παραυγαζέτωσαν

(그들은) 빛나라

부정사 παραυγάζειν

빛나는 것

분사 남성여성중성
παραυγαζων

παραυγαζοντος

παραυγαζουσα

παραυγαζουσης

παραυγαζον

παραυγαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραυγάζομαι

(나는) 빛나여진다

παραυγάζει, παραυγάζῃ

(너는) 빛나여진다

παραυγάζεται

(그는) 빛나여진다

쌍수 παραυγάζεσθον

(너희 둘은) 빛나여진다

παραυγάζεσθον

(그 둘은) 빛나여진다

복수 παραυγαζόμεθα

(우리는) 빛나여진다

παραυγάζεσθε

(너희는) 빛나여진다

παραυγάζονται

(그들은) 빛나여진다

접속법단수 παραυγάζωμαι

(나는) 빛나여지자

παραυγάζῃ

(너는) 빛나여지자

παραυγάζηται

(그는) 빛나여지자

쌍수 παραυγάζησθον

(너희 둘은) 빛나여지자

παραυγάζησθον

(그 둘은) 빛나여지자

복수 παραυγαζώμεθα

(우리는) 빛나여지자

παραυγάζησθε

(너희는) 빛나여지자

παραυγάζωνται

(그들은) 빛나여지자

기원법단수 παραυγαζοίμην

(나는) 빛나여지기를 (바라다)

παραυγάζοιο

(너는) 빛나여지기를 (바라다)

παραυγάζοιτο

(그는) 빛나여지기를 (바라다)

쌍수 παραυγάζοισθον

(너희 둘은) 빛나여지기를 (바라다)

παραυγαζοίσθην

(그 둘은) 빛나여지기를 (바라다)

복수 παραυγαζοίμεθα

(우리는) 빛나여지기를 (바라다)

παραυγάζοισθε

(너희는) 빛나여지기를 (바라다)

παραυγάζοιντο

(그들은) 빛나여지기를 (바라다)

명령법단수 παραυγάζου

(너는) 빛나여져라

παραυγαζέσθω

(그는) 빛나여져라

쌍수 παραυγάζεσθον

(너희 둘은) 빛나여져라

παραυγαζέσθων

(그 둘은) 빛나여져라

복수 παραυγάζεσθε

(너희는) 빛나여져라

παραυγαζέσθων, παραυγαζέσθωσαν

(그들은) 빛나여져라

부정사 παραυγάζεσθαι

빛나여지는 것

분사 남성여성중성
παραυγαζομενος

παραυγαζομενου

παραυγαζομενη

παραυγαζομενης

παραυγαζομενον

παραυγαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραυγάσω

(나는) 빛나겠다

παραυγάσεις

(너는) 빛나겠다

παραυγάσει

(그는) 빛나겠다

쌍수 παραυγάσετον

(너희 둘은) 빛나겠다

παραυγάσετον

(그 둘은) 빛나겠다

복수 παραυγάσομεν

(우리는) 빛나겠다

παραυγάσετε

(너희는) 빛나겠다

παραυγάσουσιν*

(그들은) 빛나겠다

기원법단수 παραυγάσοιμι

(나는) 빛나겠기를 (바라다)

παραυγάσοις

(너는) 빛나겠기를 (바라다)

παραυγάσοι

(그는) 빛나겠기를 (바라다)

쌍수 παραυγάσοιτον

(너희 둘은) 빛나겠기를 (바라다)

παραυγασοίτην

(그 둘은) 빛나겠기를 (바라다)

복수 παραυγάσοιμεν

(우리는) 빛나겠기를 (바라다)

παραυγάσοιτε

(너희는) 빛나겠기를 (바라다)

παραυγάσοιεν

(그들은) 빛나겠기를 (바라다)

부정사 παραυγάσειν

빛날 것

분사 남성여성중성
παραυγασων

παραυγασοντος

παραυγασουσα

παραυγασουσης

παραυγασον

παραυγασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραυγάσομαι

(나는) 빛나여지겠다

παραυγάσει, παραυγάσῃ

(너는) 빛나여지겠다

παραυγάσεται

(그는) 빛나여지겠다

쌍수 παραυγάσεσθον

(너희 둘은) 빛나여지겠다

παραυγάσεσθον

(그 둘은) 빛나여지겠다

복수 παραυγασόμεθα

(우리는) 빛나여지겠다

παραυγάσεσθε

(너희는) 빛나여지겠다

παραυγάσονται

(그들은) 빛나여지겠다

기원법단수 παραυγασοίμην

(나는) 빛나여지겠기를 (바라다)

παραυγάσοιο

(너는) 빛나여지겠기를 (바라다)

παραυγάσοιτο

(그는) 빛나여지겠기를 (바라다)

쌍수 παραυγάσοισθον

(너희 둘은) 빛나여지겠기를 (바라다)

παραυγασοίσθην

(그 둘은) 빛나여지겠기를 (바라다)

복수 παραυγασοίμεθα

(우리는) 빛나여지겠기를 (바라다)

παραυγάσοισθε

(너희는) 빛나여지겠기를 (바라다)

παραυγάσοιντο

(그들은) 빛나여지겠기를 (바라다)

부정사 παραυγάσεσθαι

빛나여질 것

분사 남성여성중성
παραυγασομενος

παραυγασομενου

παραυγασομενη

παραυγασομενης

παραυγασομενον

παραυγασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηῦ̓γαζον

(나는) 빛나고 있었다

παρηῦ̓γαζες

(너는) 빛나고 있었다

παρηῦ̓γαζεν*

(그는) 빛나고 있었다

쌍수 παρηύ̓γαζετον

(너희 둘은) 빛나고 있었다

παρηὐγᾶζετην

(그 둘은) 빛나고 있었다

복수 παρηύ̓γαζομεν

(우리는) 빛나고 있었다

παρηύ̓γαζετε

(너희는) 빛나고 있었다

παρηῦ̓γαζον

(그들은) 빛나고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηὐγᾶζομην

(나는) 빛나여지고 있었다

παρηύ̓γαζου

(너는) 빛나여지고 있었다

παρηύ̓γαζετο

(그는) 빛나여지고 있었다

쌍수 παρηύ̓γαζεσθον

(너희 둘은) 빛나여지고 있었다

παρηὐγᾶζεσθην

(그 둘은) 빛나여지고 있었다

복수 παρηὐγᾶζομεθα

(우리는) 빛나여지고 있었다

παρηύ̓γαζεσθε

(너희는) 빛나여지고 있었다

παρηύ̓γαζοντο

(그들은) 빛나여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 빛나다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION