헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασκηνόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρασκηνόω παρασκηνώσω

형태분석: παρα (접두사) + σκηνό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 퍼뜨리다, 압도하다
  1. to throw over, like a tent or curtain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκηνῶ

(나는) 퍼뜨린다

παρασκηνοῖς

(너는) 퍼뜨린다

παρασκηνοῖ

(그는) 퍼뜨린다

쌍수 παρασκηνοῦτον

(너희 둘은) 퍼뜨린다

παρασκηνοῦτον

(그 둘은) 퍼뜨린다

복수 παρασκηνοῦμεν

(우리는) 퍼뜨린다

παρασκηνοῦτε

(너희는) 퍼뜨린다

παρασκηνοῦσιν*

(그들은) 퍼뜨린다

접속법단수 παρασκηνῶ

(나는) 퍼뜨리자

παρασκηνοῖς

(너는) 퍼뜨리자

παρασκηνοῖ

(그는) 퍼뜨리자

쌍수 παρασκηνῶτον

(너희 둘은) 퍼뜨리자

παρασκηνῶτον

(그 둘은) 퍼뜨리자

복수 παρασκηνῶμεν

(우리는) 퍼뜨리자

παρασκηνῶτε

(너희는) 퍼뜨리자

παρασκηνῶσιν*

(그들은) 퍼뜨리자

기원법단수 παρασκηνοῖμι

(나는) 퍼뜨리기를 (바라다)

παρασκηνοῖς

(너는) 퍼뜨리기를 (바라다)

παρασκηνοῖ

(그는) 퍼뜨리기를 (바라다)

쌍수 παρασκηνοῖτον

(너희 둘은) 퍼뜨리기를 (바라다)

παρασκηνοίτην

(그 둘은) 퍼뜨리기를 (바라다)

복수 παρασκηνοῖμεν

(우리는) 퍼뜨리기를 (바라다)

παρασκηνοῖτε

(너희는) 퍼뜨리기를 (바라다)

παρασκηνοῖεν

(그들은) 퍼뜨리기를 (바라다)

명령법단수 παρασκήνου

(너는) 퍼뜨려라

παρασκηνούτω

(그는) 퍼뜨려라

쌍수 παρασκηνοῦτον

(너희 둘은) 퍼뜨려라

παρασκηνούτων

(그 둘은) 퍼뜨려라

복수 παρασκηνοῦτε

(너희는) 퍼뜨려라

παρασκηνούντων, παρασκηνούτωσαν

(그들은) 퍼뜨려라

부정사 παρασκηνοῦν

퍼뜨리는 것

분사 남성여성중성
παρασκηνων

παρασκηνουντος

παρασκηνουσα

παρασκηνουσης

παρασκηνουν

παρασκηνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκηνοῦμαι

(나는) 퍼뜨려진다

παρασκηνοῖ

(너는) 퍼뜨려진다

παρασκηνοῦται

(그는) 퍼뜨려진다

쌍수 παρασκηνοῦσθον

(너희 둘은) 퍼뜨려진다

παρασκηνοῦσθον

(그 둘은) 퍼뜨려진다

복수 παρασκηνούμεθα

(우리는) 퍼뜨려진다

παρασκηνοῦσθε

(너희는) 퍼뜨려진다

παρασκηνοῦνται

(그들은) 퍼뜨려진다

접속법단수 παρασκηνῶμαι

(나는) 퍼뜨려지자

παρασκηνοῖ

(너는) 퍼뜨려지자

παρασκηνῶται

(그는) 퍼뜨려지자

쌍수 παρασκηνῶσθον

(너희 둘은) 퍼뜨려지자

παρασκηνῶσθον

(그 둘은) 퍼뜨려지자

복수 παρασκηνώμεθα

(우리는) 퍼뜨려지자

παρασκηνῶσθε

(너희는) 퍼뜨려지자

παρασκηνῶνται

(그들은) 퍼뜨려지자

기원법단수 παρασκηνοίμην

(나는) 퍼뜨려지기를 (바라다)

παρασκηνοῖο

(너는) 퍼뜨려지기를 (바라다)

παρασκηνοῖτο

(그는) 퍼뜨려지기를 (바라다)

쌍수 παρασκηνοῖσθον

(너희 둘은) 퍼뜨려지기를 (바라다)

παρασκηνοίσθην

(그 둘은) 퍼뜨려지기를 (바라다)

복수 παρασκηνοίμεθα

(우리는) 퍼뜨려지기를 (바라다)

παρασκηνοῖσθε

(너희는) 퍼뜨려지기를 (바라다)

παρασκηνοῖντο

(그들은) 퍼뜨려지기를 (바라다)

명령법단수 παρασκηνοῦ

(너는) 퍼뜨려져라

παρασκηνούσθω

(그는) 퍼뜨려져라

쌍수 παρασκηνοῦσθον

(너희 둘은) 퍼뜨려져라

παρασκηνούσθων

(그 둘은) 퍼뜨려져라

복수 παρασκηνοῦσθε

(너희는) 퍼뜨려져라

παρασκηνούσθων, παρασκηνούσθωσαν

(그들은) 퍼뜨려져라

부정사 παρασκηνοῦσθαι

퍼뜨려지는 것

분사 남성여성중성
παρασκηνουμενος

παρασκηνουμενου

παρασκηνουμενη

παρασκηνουμενης

παρασκηνουμενον

παρασκηνουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκηνώσω

(나는) 퍼뜨리겠다

παρασκηνώσεις

(너는) 퍼뜨리겠다

παρασκηνώσει

(그는) 퍼뜨리겠다

쌍수 παρασκηνώσετον

(너희 둘은) 퍼뜨리겠다

παρασκηνώσετον

(그 둘은) 퍼뜨리겠다

복수 παρασκηνώσομεν

(우리는) 퍼뜨리겠다

παρασκηνώσετε

(너희는) 퍼뜨리겠다

παρασκηνώσουσιν*

(그들은) 퍼뜨리겠다

기원법단수 παρασκηνώσοιμι

(나는) 퍼뜨리겠기를 (바라다)

παρασκηνώσοις

(너는) 퍼뜨리겠기를 (바라다)

παρασκηνώσοι

(그는) 퍼뜨리겠기를 (바라다)

쌍수 παρασκηνώσοιτον

(너희 둘은) 퍼뜨리겠기를 (바라다)

παρασκηνωσοίτην

(그 둘은) 퍼뜨리겠기를 (바라다)

복수 παρασκηνώσοιμεν

(우리는) 퍼뜨리겠기를 (바라다)

παρασκηνώσοιτε

(너희는) 퍼뜨리겠기를 (바라다)

παρασκηνώσοιεν

(그들은) 퍼뜨리겠기를 (바라다)

부정사 παρασκηνώσειν

퍼뜨릴 것

분사 남성여성중성
παρασκηνωσων

παρασκηνωσοντος

παρασκηνωσουσα

παρασκηνωσουσης

παρασκηνωσον

παρασκηνωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκηνώσομαι

(나는) 퍼뜨려지겠다

παρασκηνώσει, παρασκηνώσῃ

(너는) 퍼뜨려지겠다

παρασκηνώσεται

(그는) 퍼뜨려지겠다

쌍수 παρασκηνώσεσθον

(너희 둘은) 퍼뜨려지겠다

παρασκηνώσεσθον

(그 둘은) 퍼뜨려지겠다

복수 παρασκηνωσόμεθα

(우리는) 퍼뜨려지겠다

παρασκηνώσεσθε

(너희는) 퍼뜨려지겠다

παρασκηνώσονται

(그들은) 퍼뜨려지겠다

기원법단수 παρασκηνωσοίμην

(나는) 퍼뜨려지겠기를 (바라다)

παρασκηνώσοιο

(너는) 퍼뜨려지겠기를 (바라다)

παρασκηνώσοιτο

(그는) 퍼뜨려지겠기를 (바라다)

쌍수 παρασκηνώσοισθον

(너희 둘은) 퍼뜨려지겠기를 (바라다)

παρασκηνωσοίσθην

(그 둘은) 퍼뜨려지겠기를 (바라다)

복수 παρασκηνωσοίμεθα

(우리는) 퍼뜨려지겠기를 (바라다)

παρασκηνώσοισθε

(너희는) 퍼뜨려지겠기를 (바라다)

παρασκηνώσοιντο

(그들은) 퍼뜨려지겠기를 (바라다)

부정사 παρασκηνώσεσθαι

퍼뜨려질 것

분사 남성여성중성
παρασκηνωσομενος

παρασκηνωσομενου

παρασκηνωσομενη

παρασκηνωσομενης

παρασκηνωσομενον

παρασκηνωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσκήνουν

(나는) 퍼뜨리고 있었다

παρεσκήνους

(너는) 퍼뜨리고 있었다

παρεσκήνουν*

(그는) 퍼뜨리고 있었다

쌍수 παρεσκηνοῦτον

(너희 둘은) 퍼뜨리고 있었다

παρεσκηνούτην

(그 둘은) 퍼뜨리고 있었다

복수 παρεσκηνοῦμεν

(우리는) 퍼뜨리고 있었다

παρεσκηνοῦτε

(너희는) 퍼뜨리고 있었다

παρεσκήνουν

(그들은) 퍼뜨리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσκηνούμην

(나는) 퍼뜨려지고 있었다

παρεσκηνοῦ

(너는) 퍼뜨려지고 있었다

παρεσκηνοῦτο

(그는) 퍼뜨려지고 있었다

쌍수 παρεσκηνοῦσθον

(너희 둘은) 퍼뜨려지고 있었다

παρεσκηνούσθην

(그 둘은) 퍼뜨려지고 있었다

복수 παρεσκηνούμεθα

(우리는) 퍼뜨려지고 있었다

παρεσκηνοῦσθε

(너희는) 퍼뜨려지고 있었다

παρεσκηνοῦντο

(그들은) 퍼뜨려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION