헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασιτέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρασιτέω παρασιτήσω

형태분석: παρ (접두사) + ἀσιτέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from para/si_tos

  1. to play the parasite or toad-eater
  2. to be honoured with a seat at the public table

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασίτω

παρασίτεις

παρασίτει

쌍수 παρασίτειτον

παρασίτειτον

복수 παρασίτουμεν

παρασίτειτε

παρασίτουσιν*

접속법단수 παρασίτω

παρασίτῃς

παρασίτῃ

쌍수 παρασίτητον

παρασίτητον

복수 παρασίτωμεν

παρασίτητε

παρασίτωσιν*

기원법단수 παρασίτοιμι

παρασίτοις

παρασίτοι

쌍수 παρασίτοιτον

παρασιτοίτην

복수 παρασίτοιμεν

παρασίτοιτε

παρασίτοιεν

명령법단수 παρασῖτει

παρασιτεῖτω

쌍수 παρασίτειτον

παρασιτεῖτων

복수 παρασίτειτε

παρασιτοῦντων, παρασιτεῖτωσαν

부정사 παρασίτειν

분사 남성여성중성
παρασιτων

παρασιτουντος

παρασιτουσα

παρασιτουσης

παρασιτουν

παρασιτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασίτουμαι

παρασίτει, παρασίτῃ

παρασίτειται

쌍수 παρασίτεισθον

παρασίτεισθον

복수 παρασιτοῦμεθα

παρασίτεισθε

παρασίτουνται

접속법단수 παρασίτωμαι

παρασίτῃ

παρασίτηται

쌍수 παρασίτησθον

παρασίτησθον

복수 παρασιτώμεθα

παρασίτησθε

παρασίτωνται

기원법단수 παρασιτοίμην

παρασίτοιο

παρασίτοιτο

쌍수 παρασίτοισθον

παρασιτοίσθην

복수 παρασιτοίμεθα

παρασίτοισθε

παρασίτοιντο

명령법단수 παρασίτου

παρασιτεῖσθω

쌍수 παρασίτεισθον

παρασιτεῖσθων

복수 παρασίτεισθε

παρασιτεῖσθων, παρασιτεῖσθωσαν

부정사 παρασίτεισθαι

분사 남성여성중성
παρασιτουμενος

παρασιτουμενου

παρασιτουμενη

παρασιτουμενης

παρασιτουμενον

παρασιτουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασιτήσω

παρασιτήσεις

παρασιτήσει

쌍수 παρασιτήσετον

παρασιτήσετον

복수 παρασιτήσομεν

παρασιτήσετε

παρασιτήσουσιν*

기원법단수 παρασιτήσοιμι

παρασιτήσοις

παρασιτήσοι

쌍수 παρασιτήσοιτον

παρασιτησοίτην

복수 παρασιτήσοιμεν

παρασιτήσοιτε

παρασιτήσοιεν

부정사 παρασιτήσειν

분사 남성여성중성
παρασιτησων

παρασιτησοντος

παρασιτησουσα

παρασιτησουσης

παρασιτησον

παρασιτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασιτήσομαι

παρασιτήσει, παρασιτήσῃ

παρασιτήσεται

쌍수 παρασιτήσεσθον

παρασιτήσεσθον

복수 παρασιτησόμεθα

παρασιτήσεσθε

παρασιτήσονται

기원법단수 παρασιτησοίμην

παρασιτήσοιο

παρασιτήσοιτο

쌍수 παρασιτήσοισθον

παρασιτησοίσθην

복수 παρασιτησοίμεθα

παρασιτήσοισθε

παρασιτήσοιντο

부정사 παρασιτήσεσθαι

분사 남성여성중성
παρασιτησομενος

παρασιτησομενου

παρασιτησομενη

παρασιτησομενης

παρασιτησομενον

παρασιτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκαλοῦντο δὲ δαιτυμόνεσ οἱ παράσιτοι τότε. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 10:10)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 10:10)

  • οὔπω γε μὴν δοκῶ μοι γιγνώσκειν, πῶσ δὴ τὼ ἄνδρε τῷ Ἀγαμέμνονι παράσιτοι ἦσαν. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 45:2)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 45:2)

  • ἐπιεικῶσ γὰρ οἱ παράσιτοι καὶ ἐρασταὶ τῶν τρεφόντων εἰσίν. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 48:5)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 48:5)

  • οὗτοι μὲν δή, τοιοίδε ὄντεσ, μάλα ἀγαθοὶ παράσιτοι ἦσαν. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 48:7)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 48:7)

  • τοιοῦτοι μὲν ἐν πολέμῳ πρὸσ ῥήτορασ καὶ φιλοσόφουσ εἰσὶν οἱ παράσιτοι. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 50:5)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 50:5)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION