헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραπλησιάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραπλησιάζω

형태분석: παρα (접두사) + πλησιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be a neighbour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπλησιάζω

παραπλησιάζεις

παραπλησιάζει

쌍수 παραπλησιάζετον

παραπλησιάζετον

복수 παραπλησιάζομεν

παραπλησιάζετε

παραπλησιάζουσιν*

접속법단수 παραπλησιάζω

παραπλησιάζῃς

παραπλησιάζῃ

쌍수 παραπλησιάζητον

παραπλησιάζητον

복수 παραπλησιάζωμεν

παραπλησιάζητε

παραπλησιάζωσιν*

기원법단수 παραπλησιάζοιμι

παραπλησιάζοις

παραπλησιάζοι

쌍수 παραπλησιάζοιτον

παραπλησιαζοίτην

복수 παραπλησιάζοιμεν

παραπλησιάζοιτε

παραπλησιάζοιεν

명령법단수 παραπλησίαζε

παραπλησιαζέτω

쌍수 παραπλησιάζετον

παραπλησιαζέτων

복수 παραπλησιάζετε

παραπλησιαζόντων, παραπλησιαζέτωσαν

부정사 παραπλησιάζειν

분사 남성여성중성
παραπλησιαζων

παραπλησιαζοντος

παραπλησιαζουσα

παραπλησιαζουσης

παραπλησιαζον

παραπλησιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπλησιάζομαι

παραπλησιάζει, παραπλησιάζῃ

παραπλησιάζεται

쌍수 παραπλησιάζεσθον

παραπλησιάζεσθον

복수 παραπλησιαζόμεθα

παραπλησιάζεσθε

παραπλησιάζονται

접속법단수 παραπλησιάζωμαι

παραπλησιάζῃ

παραπλησιάζηται

쌍수 παραπλησιάζησθον

παραπλησιάζησθον

복수 παραπλησιαζώμεθα

παραπλησιάζησθε

παραπλησιάζωνται

기원법단수 παραπλησιαζοίμην

παραπλησιάζοιο

παραπλησιάζοιτο

쌍수 παραπλησιάζοισθον

παραπλησιαζοίσθην

복수 παραπλησιαζοίμεθα

παραπλησιάζοισθε

παραπλησιάζοιντο

명령법단수 παραπλησιάζου

παραπλησιαζέσθω

쌍수 παραπλησιάζεσθον

παραπλησιαζέσθων

복수 παραπλησιάζεσθε

παραπλησιαζέσθων, παραπλησιαζέσθωσαν

부정사 παραπλησιάζεσθαι

분사 남성여성중성
παραπλησιαζομενος

παραπλησιαζομενου

παραπλησιαζομενη

παραπλησιαζομενης

παραπλησιαζομενον

παραπλησιαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be a neighbour

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION