Ancient Greek-English Dictionary Language

παράλυπρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παράλυπρος παράλυπρον

Structure: παραλυπρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. rather poor

Examples

  • ἔστι δ’ ἡ χώρα τῶν Μεγαρέων παράλυπροσ καθάπερ καὶ ἡ Ἀττική, καὶ τὸ πλέον αὐτῆσ ἐπέχει τὰ καλούμενα Ὄνεια ὄρη, ῥάχισ τισ μηκυνομένη μὲν ἀπὸ τῶν Σκιρωνίδων πετρῶν ἐπὶ τὴν Βοιωτίαν καὶ τὸν Κιθαιρῶνα, διείργουσα δὲ τὴν κατὰ Νίσαιαν θάλατταν ἀπὸ τῆσ κατὰ τὰσ Παγὰσ Ἀλκυονίδοσ προσαγορευομένησ. (Strabo, Geography, Book 9, chapter 1 11:4)

Synonyms

  1. rather poor

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION