헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακρεμάννυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακρεμάννυμι παρακρεμάσω

형태분석: παρα (접두사) + κρεμάννυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 늘어뜨리다, 힘이 없다, 약하다, 우울하게 하다
  1. to hang beside, letting, hang down

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακρεμάννυμι

(나는) 늘어뜨린다

παρακρέμαννυς

(너는) 늘어뜨린다

παρακρεμάννυσιν*

(그는) 늘어뜨린다

쌍수 παρακρεμάννυτον

(너희 둘은) 늘어뜨린다

παρακρεμάννυτον

(그 둘은) 늘어뜨린다

복수 παρακρεμάννυμεν

(우리는) 늘어뜨린다

παρακρεμάννυτε

(너희는) 늘어뜨린다

παρακρεμαννύᾱσιν*

(그들은) 늘어뜨린다

접속법단수 παρακρεμαννύω

(나는) 늘어뜨리자

παρακρεμαννύῃς

(너는) 늘어뜨리자

παρακρεμαννύῃ

(그는) 늘어뜨리자

쌍수 παρακρεμαννύητον

(너희 둘은) 늘어뜨리자

παρακρεμαννύητον

(그 둘은) 늘어뜨리자

복수 παρακρεμαννύωμεν

(우리는) 늘어뜨리자

παρακρεμαννύητε

(너희는) 늘어뜨리자

παρακρεμαννύωσιν*

(그들은) 늘어뜨리자

기원법단수 παρακρεμαννύοιμι

(나는) 늘어뜨리기를 (바라다)

παρακρεμαννύοις

(너는) 늘어뜨리기를 (바라다)

παρακρεμαννύοι

(그는) 늘어뜨리기를 (바라다)

쌍수 παρακρεμαννύοιτον

(너희 둘은) 늘어뜨리기를 (바라다)

παρακρεμαννυοίτην

(그 둘은) 늘어뜨리기를 (바라다)

복수 παρακρεμαννύοιμεν

(우리는) 늘어뜨리기를 (바라다)

παρακρεμαννύοιτε

(너희는) 늘어뜨리기를 (바라다)

παρακρεμαννύοιεν

(그들은) 늘어뜨리기를 (바라다)

명령법단수 παρακρέμαννυ

(너는) 늘어뜨려라

παρακρεμαννύτω

(그는) 늘어뜨려라

쌍수 παρακρεμάννυτον

(너희 둘은) 늘어뜨려라

παρακρεμαννύτων

(그 둘은) 늘어뜨려라

복수 παρακρεμάννυτε

(너희는) 늘어뜨려라

παρακρεμαννύντων

(그들은) 늘어뜨려라

부정사 παρακρεμαννύναι

늘어뜨리는 것

분사 남성여성중성
παρακρεμαννῡς

παρακρεμαννυντος

παρακρεμαννῡσα

παρακρεμαννῡσης

παρακρεμαννυν

παρακρεμαννυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακρεμάννυμαι

(나는) 늘어뜨려진다

παρακρεμάννυσαι

(너는) 늘어뜨려진다

παρακρεμάννυται

(그는) 늘어뜨려진다

쌍수 παρακρεμάννυσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려진다

παρακρεμάννυσθον

(그 둘은) 늘어뜨려진다

복수 παρακρεμαννύμεθα

(우리는) 늘어뜨려진다

παρακρεμάννυσθε

(너희는) 늘어뜨려진다

παρακρεμάννυνται

(그들은) 늘어뜨려진다

접속법단수 παρακρεμαννύωμαι

(나는) 늘어뜨려지자

παρακρεμαννύῃ

(너는) 늘어뜨려지자

παρακρεμαννύηται

(그는) 늘어뜨려지자

쌍수 παρακρεμαννύησθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지자

παρακρεμαννύησθον

(그 둘은) 늘어뜨려지자

복수 παρακρεμαννυώμεθα

(우리는) 늘어뜨려지자

παρακρεμαννύησθε

(너희는) 늘어뜨려지자

παρακρεμαννύωνται

(그들은) 늘어뜨려지자

기원법단수 παρακρεμαννυοίμην

(나는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παρακρεμαννύοιο

(너는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παρακρεμαννύοιτο

(그는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

쌍수 παρακρεμαννύοισθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παρακρεμαννυοίσθην

(그 둘은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

복수 παρακρεμαννυοίμεθα

(우리는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παρακρεμαννύοισθε

(너희는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

παρακρεμαννύοιντο

(그들은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

명령법단수 παρακρεμάννυσο

(너는) 늘어뜨려져라

παρακρεμαννύσθω

(그는) 늘어뜨려져라

쌍수 παρακρεμάννυσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려져라

παρακρεμαννύσθων

(그 둘은) 늘어뜨려져라

복수 παρακρεμάννυσθε

(너희는) 늘어뜨려져라

παρακρεμαννύσθων

(그들은) 늘어뜨려져라

부정사 παρακρεμάννυσθαι

늘어뜨려지는 것

분사 남성여성중성
παρακρεμαννυμενος

παρακρεμαννυμενου

παρακρεμαννυμενη

παρακρεμαννυμενης

παρακρεμαννυμενον

παρακρεμαννυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακρεμάσω

(나는) 늘어뜨리겠다

παρακρεμάσεις

(너는) 늘어뜨리겠다

παρακρεμάσει

(그는) 늘어뜨리겠다

쌍수 παρακρεμάσετον

(너희 둘은) 늘어뜨리겠다

παρακρεμάσετον

(그 둘은) 늘어뜨리겠다

복수 παρακρεμάσομεν

(우리는) 늘어뜨리겠다

παρακρεμάσετε

(너희는) 늘어뜨리겠다

παρακρεμάσουσιν*

(그들은) 늘어뜨리겠다

기원법단수 παρακρεμάσοιμι

(나는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρακρεμάσοις

(너는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρακρεμάσοι

(그는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

쌍수 παρακρεμάσοιτον

(너희 둘은) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρακρεμασοίτην

(그 둘은) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

복수 παρακρεμάσοιμεν

(우리는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρακρεμάσοιτε

(너희는) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

παρακρεμάσοιεν

(그들은) 늘어뜨리겠기를 (바라다)

부정사 παρακρεμάσειν

늘어뜨릴 것

분사 남성여성중성
παρακρεμασων

παρακρεμασοντος

παρακρεμασουσα

παρακρεμασουσης

παρακρεμασον

παρακρεμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακρεμάσομαι

(나는) 늘어뜨려지겠다

παρακρεμάσει, παρακρεμάσῃ

(너는) 늘어뜨려지겠다

παρακρεμάσεται

(그는) 늘어뜨려지겠다

쌍수 παρακρεμάσεσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지겠다

παρακρεμάσεσθον

(그 둘은) 늘어뜨려지겠다

복수 παρακρεμασόμεθα

(우리는) 늘어뜨려지겠다

παρακρεμάσεσθε

(너희는) 늘어뜨려지겠다

παρακρεμάσονται

(그들은) 늘어뜨려지겠다

기원법단수 παρακρεμασοίμην

(나는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρακρεμάσοιο

(너는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρακρεμάσοιτο

(그는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

쌍수 παρακρεμάσοισθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρακρεμασοίσθην

(그 둘은) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

복수 παρακρεμασοίμεθα

(우리는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρακρεμάσοισθε

(너희는) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

παρακρεμάσοιντο

(그들은) 늘어뜨려지겠기를 (바라다)

부정사 παρακρεμάσεσθαι

늘어뜨려질 것

분사 남성여성중성
παρακρεμασομενος

παρακρεμασομενου

παρακρεμασομενη

παρακρεμασομενης

παρακρεμασομενον

παρακρεμασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκρέμαννυν

(나는) 늘어뜨리고 있었다

παρεκρέμαννυς

(너는) 늘어뜨리고 있었다

παρεκρέμαννυν*

(그는) 늘어뜨리고 있었다

쌍수 παρεκρεμάννυτον

(너희 둘은) 늘어뜨리고 있었다

παρεκρεμαννύτην

(그 둘은) 늘어뜨리고 있었다

복수 παρεκρεμάννυμεν

(우리는) 늘어뜨리고 있었다

παρεκρεμάννυτε

(너희는) 늘어뜨리고 있었다

παρεκρεμάννυσαν

(그들은) 늘어뜨리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκρεμαννύμην

(나는) 늘어뜨려지고 있었다

παρεκρεμαννύου, παρεκρεμάννυσο

(너는) 늘어뜨려지고 있었다

παρεκρεμάννυτο

(그는) 늘어뜨려지고 있었다

쌍수 παρεκρεμάννυσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지고 있었다

παρεκρεμαννύσθην

(그 둘은) 늘어뜨려지고 있었다

복수 παρεκρεμαννύμεθα

(우리는) 늘어뜨려지고 있었다

παρεκρεμάννυσθε

(너희는) 늘어뜨려지고 있었다

παρεκρεμάννυντο

(그들은) 늘어뜨려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 늘어뜨리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION