고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: παρακελευστικός παρακελευστική παρακελευστικόν
형태분석: παρακελευστικ (어간) + ος (어미)
남성 | 여성 | 중성 | ||
---|---|---|---|---|
단수 | 주격 | παρακελευστικός (이)가 | παρακελευστική (이)가 | παρακελευστικόν (것)가 |
속격 | παρακελευστικοῦ (이)의 | παρακελευστικῆς (이)의 | παρακελευστικοῦ (것)의 | |
여격 | παρακελευστικῷ (이)에게 | παρακελευστικῇ (이)에게 | παρακελευστικῷ (것)에게 | |
대격 | παρακελευστικόν (이)를 | παρακελευστικήν (이)를 | παρακελευστικόν (것)를 | |
호격 | παρακελευστικέ (이)야 | παρακελευστική (이)야 | παρακελευστικόν (것)야 | |
쌍수 | 주/대/호 | παρακελευστικώ (이)들이 | παρακελευστικᾱ́ (이)들이 | παρακελευστικώ (것)들이 |
속/여 | παρακελευστικοῖν (이)들의 | παρακελευστικαῖν (이)들의 | παρακελευστικοῖν (것)들의 | |
복수 | 주격 | παρακελευστικοί (이)들이 | παρακελευστικαί (이)들이 | παρακελευστικά (것)들이 |
속격 | παρακελευστικῶν (이)들의 | παρακελευστικῶν (이)들의 | παρακελευστικῶν (것)들의 | |
여격 | παρακελευστικοῖς (이)들에게 | παρακελευστικαῖς (이)들에게 | παρακελευστικοῖς (것)들에게 | |
대격 | παρακελευστικούς (이)들을 | παρακελευστικᾱ́ς (이)들을 | παρακελευστικά (것)들을 | |
호격 | παρακελευστικοί (이)들아 | παρακελευστικαί (이)들아 | παρακελευστικά (것)들아 |
원급 | 비교급 | 최상급 | |
---|---|---|---|
형용사 |
παρακελευστικός παρακελευστικοῦ (이)의 |
παρακελευστικότερος παρακελευστικοτεροῦ 더 (이)의 |
παρακελευστικότατος παρακελευστικοτατοῦ 가장 (이)의 |
부사 | παρακελευστικώς | παρακελευστικότερον | παρακελευστικότατα |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
(플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno,
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기