Ancient Greek-English Dictionary Language

παρακαταβολή

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: παρακαταβολή

Structure: παρακαταβολ (Stem) + η (Ending)

Etym.: from parakataba/llw

Sense

  1. money deposited in court

Examples

  • καὶ μετὰ ταῦτα προσκαλεῖται μέν με τὴν δίκην πάλιν, ἐπειδὴ θᾶττον ἀνείλετο τὰσ παρακαταβολάσ οὕτωσ εὐθὺσ ἦν δῆλοσ οὐδ’ οἷσ αὐτὸσ ὡρίσατ’ ἐμμένων δικαίοισ· (Demosthenes, Speeches 31-40, 68:2)
  • παρακαταβολὰσ δ’ εἶναι τῷ ἀμφισβητοῦντι. (Demosthenes, Speeches 41-50, 20:1)
  • καὶ χωρὶσ μὲν πράσσεσθαι φόρουσ ἐπιβαλλομένουσ ἑκάστοισ τὸ ἐπ’ ἔτοσ, χωρὶσ δὲ εὐπορίασ εἶναι παρακαταβολὰσ αὐτῷ τε καὶ οἰκείοισ καὶ φίλοισ καὶ τῶν δούλων οἳ ἐπ’ ἐκπράξει τῶν φόρων ἐξίοιεν διὰ τὸ μὴ εἶναι κτήσει τοῦ ἀνυβρίστωσ μηδ’ ὅπωσ μηδ’ ἀργυρίων διδομένων. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 370:1)

Synonyms

  1. money deposited in court

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION