Ancient Greek-English Dictionary Language

πανάρετος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πανάρετος πανάρετον

Structure: παναρετ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)reth/

Sense

  1. all virtuous

Examples

  • ὁρᾷσ οἱούσ ἄνδρασ σοί φημι, πανσόφουσ καὶ παναρέτουσ, ὅ τι περ τὸ κεφάλαιον αὐτὸ ἐξ ἑκάστησ προαιρέσεωσ, αἰδεσίμουσ ἅπαντασ καὶ μονονουχὶ φοβεροὺσ τὴν πρόσοψιν; (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 6:4)
  • οὕτωσ ἦν ἰσχνόσ, ὁ δ’ αὐτὸσ ἱστορεῖ ὡσ καὶ Πανάρετοσ ἰατρῷ μὲν οὐδενὶ ὡμίλησεν, Ἀρκεσιλάου δὲ ἠκροᾶτο τοῦ φιλοσόφου, καὶ ὅτι συνεγένετο Πτολεμαίῳ τῷ Εὐεργέτῃ τάλαντα δώδεκα τὸν ἐνιαυτὸν λαμβάνων ἦν δὲ ἰσχνότατοσ, ἄνοσοσ διατελέσασ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 77 1:1)

Synonyms

  1. all virtuous

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION