헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλιλλογέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παλιλλογέω

형태분석: παλιλλογέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from pali/llogos

  1. 되풀이하다, 반복하다, 중복되다, 따라하다
  1. to say again, repeat, recapitulate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παλιλλόγω

(나는) 되풀이한다

παλιλλόγεις

(너는) 되풀이한다

παλιλλόγει

(그는) 되풀이한다

쌍수 παλιλλόγειτον

(너희 둘은) 되풀이한다

παλιλλόγειτον

(그 둘은) 되풀이한다

복수 παλιλλόγουμεν

(우리는) 되풀이한다

παλιλλόγειτε

(너희는) 되풀이한다

παλιλλόγουσιν*

(그들은) 되풀이한다

접속법단수 παλιλλόγω

(나는) 되풀이하자

παλιλλόγῃς

(너는) 되풀이하자

παλιλλόγῃ

(그는) 되풀이하자

쌍수 παλιλλόγητον

(너희 둘은) 되풀이하자

παλιλλόγητον

(그 둘은) 되풀이하자

복수 παλιλλόγωμεν

(우리는) 되풀이하자

παλιλλόγητε

(너희는) 되풀이하자

παλιλλόγωσιν*

(그들은) 되풀이하자

기원법단수 παλιλλόγοιμι

(나는) 되풀이하기를 (바라다)

παλιλλόγοις

(너는) 되풀이하기를 (바라다)

παλιλλόγοι

(그는) 되풀이하기를 (바라다)

쌍수 παλιλλόγοιτον

(너희 둘은) 되풀이하기를 (바라다)

παλιλλογοίτην

(그 둘은) 되풀이하기를 (바라다)

복수 παλιλλόγοιμεν

(우리는) 되풀이하기를 (바라다)

παλιλλόγοιτε

(너희는) 되풀이하기를 (바라다)

παλιλλόγοιεν

(그들은) 되풀이하기를 (바라다)

명령법단수 παλιλλο͂γει

(너는) 되풀이해라

παλιλλογεῖτω

(그는) 되풀이해라

쌍수 παλιλλόγειτον

(너희 둘은) 되풀이해라

παλιλλογεῖτων

(그 둘은) 되풀이해라

복수 παλιλλόγειτε

(너희는) 되풀이해라

παλιλλογοῦντων, παλιλλογεῖτωσαν

(그들은) 되풀이해라

부정사 παλιλλόγειν

되풀이하는 것

분사 남성여성중성
παλιλλογων

παλιλλογουντος

παλιλλογουσα

παλιλλογουσης

παλιλλογουν

παλιλλογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παλιλλόγουμαι

(나는) 되풀이된다

παλιλλόγει, παλιλλόγῃ

(너는) 되풀이된다

παλιλλόγειται

(그는) 되풀이된다

쌍수 παλιλλόγεισθον

(너희 둘은) 되풀이된다

παλιλλόγεισθον

(그 둘은) 되풀이된다

복수 παλιλλογοῦμεθα

(우리는) 되풀이된다

παλιλλόγεισθε

(너희는) 되풀이된다

παλιλλόγουνται

(그들은) 되풀이된다

접속법단수 παλιλλόγωμαι

(나는) 되풀이되자

παλιλλόγῃ

(너는) 되풀이되자

παλιλλόγηται

(그는) 되풀이되자

쌍수 παλιλλόγησθον

(너희 둘은) 되풀이되자

παλιλλόγησθον

(그 둘은) 되풀이되자

복수 παλιλλογώμεθα

(우리는) 되풀이되자

παλιλλόγησθε

(너희는) 되풀이되자

παλιλλόγωνται

(그들은) 되풀이되자

기원법단수 παλιλλογοίμην

(나는) 되풀이되기를 (바라다)

παλιλλόγοιο

(너는) 되풀이되기를 (바라다)

παλιλλόγοιτο

(그는) 되풀이되기를 (바라다)

쌍수 παλιλλόγοισθον

(너희 둘은) 되풀이되기를 (바라다)

παλιλλογοίσθην

(그 둘은) 되풀이되기를 (바라다)

복수 παλιλλογοίμεθα

(우리는) 되풀이되기를 (바라다)

παλιλλόγοισθε

(너희는) 되풀이되기를 (바라다)

παλιλλόγοιντο

(그들은) 되풀이되기를 (바라다)

명령법단수 παλιλλόγου

(너는) 되풀이되어라

παλιλλογεῖσθω

(그는) 되풀이되어라

쌍수 παλιλλόγεισθον

(너희 둘은) 되풀이되어라

παλιλλογεῖσθων

(그 둘은) 되풀이되어라

복수 παλιλλόγεισθε

(너희는) 되풀이되어라

παλιλλογεῖσθων, παλιλλογεῖσθωσαν

(그들은) 되풀이되어라

부정사 παλιλλόγεισθαι

되풀이되는 것

분사 남성여성중성
παλιλλογουμενος

παλιλλογουμενου

παλιλλογουμενη

παλιλλογουμενης

παλιλλογουμενον

παλιλλογουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαλιλλο͂γουν

(나는) 되풀이하고 있었다

ἐπαλιλλο͂γεις

(너는) 되풀이하고 있었다

ἐπαλιλλο͂γειν*

(그는) 되풀이하고 있었다

쌍수 ἐπαλιλλόγειτον

(너희 둘은) 되풀이하고 있었다

ἐπαλιλλογεῖτην

(그 둘은) 되풀이하고 있었다

복수 ἐπαλιλλόγουμεν

(우리는) 되풀이하고 있었다

ἐπαλιλλόγειτε

(너희는) 되풀이하고 있었다

ἐπαλιλλο͂γουν

(그들은) 되풀이하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαλιλλογοῦμην

(나는) 되풀이되고 있었다

ἐπαλιλλόγου

(너는) 되풀이되고 있었다

ἐπαλιλλόγειτο

(그는) 되풀이되고 있었다

쌍수 ἐπαλιλλόγεισθον

(너희 둘은) 되풀이되고 있었다

ἐπαλιλλογεῖσθην

(그 둘은) 되풀이되고 있었다

복수 ἐπαλιλλογοῦμεθα

(우리는) 되풀이되고 있었다

ἐπαλιλλόγεισθε

(너희는) 되풀이되고 있었다

ἐπαλιλλόγουντο

(그들은) 되풀이되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ παρέχοντοσ αὑτὸν εἰσ βάσανον, ἐπὶ τούτοισ τροπῆσ τοῦ συνεδρίου γενομένησ, σφόδρα γὰρ ᾤκτειραν τὸν Ἀντίπατρον δάκρυσίν τε καὶ αἰκίαισ τοῦ προσώπου χρώμενον, ὥστε καὶ τοῖσ ἐχθροῖσ δι’ οἴκτου καταστῆναι φανερὸν δὲ ἤδη καὶ Ἡρώδην εἶναι καμπτόμενόν τι τῇ γνώμῃ καίπερ μὴ βουλόμενον ἔκδηλον εἶναι, Νικόλαοσ ἀρξάμενοσ οἷσ τε ὁ βασιλεὺσ κατήρξατο λόγοισ παλιλλογεῖ μειζόνωσ ἐκδεινῶν καὶ ὁπόσα ἐκ βασάνων ἢ μαρτυριῶν συνῆγεν τὴν ἀπόδειξιν τοῦ ἐγκλήματοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 129:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 129:1)

유의어

  1. 되풀이하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION