헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλαισμοσύνη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παλαισμοσύνη

형태분석: παλαισμοσυν (어간) + η (어미)

어원: poetic for pa/lh

  1. 레슬링, 씨름
  1. wrestling, the wrestler's art

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 παλαισμοσύνη

레슬링이

παλαισμοσύνᾱ

레슬링들이

παλαισμοσύναι

레슬링들이

속격 παλαισμοσύνης

레슬링의

παλαισμοσύναιν

레슬링들의

παλαισμοσυνῶν

레슬링들의

여격 παλαισμοσύνῃ

레슬링에게

παλαισμοσύναιν

레슬링들에게

παλαισμοσύναις

레슬링들에게

대격 παλαισμοσύνην

레슬링을

παλαισμοσύνᾱ

레슬링들을

παλαισμοσύνᾱς

레슬링들을

호격 παλαισμοσύνη

레슬링아

παλαισμοσύνᾱ

레슬링들아

παλαισμοσύναι

레슬링들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔτε γὰρ εἰ πύκτησ ἀγαθῆσ λαοῖσι μετείη οὔτ’ εἰ πενταθλεῖν οὔτε παλαισμοσύνην, οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἐστὶ πρότιμον ῥώμησ ὅσσ1’ ἀνδρῶν ἔργ’ ἐν ἀγῶνι πέλει, τοὔνεκεν ἂν δὴ μᾶλλον ἐν εὐνομίῃ πόλισ εἰή. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 6 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 6 2:1)

  • οὔτε γὰρ εἰ πύκτησ ἀγαθὸσ λαοῖσι μετείη, οὔτ’ εἰ πενταθλεῖν, οὔτε παλαισμοσύνην, λοὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό πέρ ἐστι πρότιμον ῥώμησ ὅσσ’ ἀνδρῶν ἔργ’ ἐν ἀγῶνι πέλει, τοὔνεκεν ἂν δὴ μᾶλλον ἐν εὐνομίῃ πόλισ εἰή· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 25)

    (작자 미상, 비가, , 25)

  • ἦν δὲ παλαισμοσύνην δεδαημένοσ ὄβριμοσ ἀνήρ εἰ δὲ Φίλων ἤκουε πελώριοσ, εἴτε Φιλάμμων, εἴτε Μίλων Σικελῆσ ἔρυμα χθονόσ, οἶδεν Ἀπόλλων οὐ γὰρ ἐγὼ δεδάηκα διακρῖναι καὶ ἀεῖσαι οὔνομα θαρσαλέου κλυτὸν ἀνέροσ, ἀλλὰ καὶ ἔμπησ ἔπνεεν ἠνορέησ· (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 45:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 45:2)

유의어

  1. 레슬링

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION