Ancient Greek-English Dictionary Language

παιδεραστής

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: παιδεραστής παιδεραστοῦ

Structure: παιδεραστ (Stem) + ης (Ending)

Sense

  1. a lover of boys

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μέσοσ ἐν τοσούτῳ χρόνοσ, καὶ πολυπραγμονεῖταί σου ἅπασ ὁ παρεληλυθὼσ βίοσ, κἂν μέν τισ ἢ πολίτησ ὑπὸ φθόνου ἢ γείτων ἔκ τινοσ εὐτελοῦσ αἰτίασ προσκεκρουκὼσ ἀνακρινόμενοσ εἴπῃ μοιχὸν ἢ παιδεραστήν, τοῦτ’ ἐκεῖνο, ἐκ τῶν Διὸσ δέλτων ὁ μάρτυσ, ἂν δὲ πάντεσ ἅμα ἑξῆσ ἐπαινῶσιν, ὕποπτοι καὶ ἀμφίβολοι καὶ δεδεκασμένοι. (Lucian, De mercede, (no name) 12:3)
  • ὁ μέντοι Δρόμων ἔφασκε παιδεραστήν τινα εἶναι τὸν Ἀρισταίνετον καὶ ἐπὶ προφάσει τῶν μαθημάτων συνεῖναι τοῖσ ὡραιοτάτοισ τῶν νέων καὶ ἰδίᾳ λογοποιεῖσθαι πρὸσ τὸν Κλεινίαν ὑποσχέσεισ τινὰσ ὑπισχνούμενον ὡσ ἰσόθεον ἀποφανεῖ αὐτόν. (Lucian, Dialogi meretricii, 4:5)
  • ἄπιστα λέγεισ, τὸ παιδεραστὴν ὄντα μὴ πέρα τῆσ ψυχῆσ πολυπραγμονεῖν, καὶ ταῦτα ἐπ’ ἐξουσίασ, ὑπὸ τῷ αὐτῷ ἱματίῳ κατακείμενον. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 15:13)

Synonyms

  1. a lover of boys

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION