Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀστρακοφορία

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: ὀστρακοφορία

Structure: ὀστρακοφορι (Stem) + ᾱ (Ending)

Sense

  1. a voting with

Examples

  • ἐπὶ δὲ τῆσ ἕκτησ πρυτανείασ πρὸσ τοῖσ εἰρημένοισ καὶ περὶ τῆσ ὀστρακοφορίασ ἐπιχειροτονίαν διδόασιν, εἰ δοκεῖ ποιεῖν ἢ μή, καὶ συκοφαντῶν προβολὰσ τῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν μετοίκων μέχρι τριῶν ἑκατέρων, κἄν τισ ὑποσχόμενόσ τι μὴ ποιήσῃ τῷ δήμῳ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 43 5:1)
  • ἀκμαζούσησ δὲ τῆσ πρὸσ τὸν Νικίαν τοῦ Ἀλκιβιάδου διαφορᾶσ, καὶ γιγνομένησ ὀστρακοφορίασ, ἣν εἰώθει διὰ χρόνου τινὸσ ὁ δῆμοσ ποιεῖσθαι, ἕνα τῶν ὑπόπτων ἢ διὰ δόξαν ἄλλωσ ἢ πλοῦτον ἐπιφθόνων ἀνδρῶν τῷ ὀστράκῳ μεθιστὰσ εἰσ δέκα ἔτη, πολὺσ θόρυβοσ ἀμφοτέρουσ περιί̈στατο καὶ κίνδυνοσ, ὡσ θατέρου πάντωσ ὑποπεσουμένου τῷ ἐξοστρακισμῷ. (Plutarch, , chapter 11 1:1)

Synonyms

  1. a voting with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION