Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀνοβατέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀνοβατέω ὀνοβατήσω

Structure: ὀνοβατέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: bai/nw

Sense

  1. to have, covered by an ass

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοβάτω ὀνοβάτεις ὀνοβάτει
Dual ὀνοβάτειτον ὀνοβάτειτον
Plural ὀνοβάτουμεν ὀνοβάτειτε ὀνοβάτουσιν*
SubjunctiveSingular ὀνοβάτω ὀνοβάτῃς ὀνοβάτῃ
Dual ὀνοβάτητον ὀνοβάτητον
Plural ὀνοβάτωμεν ὀνοβάτητε ὀνοβάτωσιν*
OptativeSingular ὀνοβάτοιμι ὀνοβάτοις ὀνοβάτοι
Dual ὀνοβάτοιτον ὀνοβατοίτην
Plural ὀνοβάτοιμεν ὀνοβάτοιτε ὀνοβάτοιεν
ImperativeSingular ὀνοβᾶτει ὀνοβατεῖτω
Dual ὀνοβάτειτον ὀνοβατεῖτων
Plural ὀνοβάτειτε ὀνοβατοῦντων, ὀνοβατεῖτωσαν
Infinitive ὀνοβάτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοβατων ὀνοβατουντος ὀνοβατουσα ὀνοβατουσης ὀνοβατουν ὀνοβατουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοβάτουμαι ὀνοβάτει, ὀνοβάτῃ ὀνοβάτειται
Dual ὀνοβάτεισθον ὀνοβάτεισθον
Plural ὀνοβατοῦμεθα ὀνοβάτεισθε ὀνοβάτουνται
SubjunctiveSingular ὀνοβάτωμαι ὀνοβάτῃ ὀνοβάτηται
Dual ὀνοβάτησθον ὀνοβάτησθον
Plural ὀνοβατώμεθα ὀνοβάτησθε ὀνοβάτωνται
OptativeSingular ὀνοβατοίμην ὀνοβάτοιο ὀνοβάτοιτο
Dual ὀνοβάτοισθον ὀνοβατοίσθην
Plural ὀνοβατοίμεθα ὀνοβάτοισθε ὀνοβάτοιντο
ImperativeSingular ὀνοβάτου ὀνοβατεῖσθω
Dual ὀνοβάτεισθον ὀνοβατεῖσθων
Plural ὀνοβάτεισθε ὀνοβατεῖσθων, ὀνοβατεῖσθωσαν
Infinitive ὀνοβάτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοβατουμενος ὀνοβατουμενου ὀνοβατουμενη ὀνοβατουμενης ὀνοβατουμενον ὀνοβατουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοβατήσω ὀνοβατήσεις ὀνοβατήσει
Dual ὀνοβατήσετον ὀνοβατήσετον
Plural ὀνοβατήσομεν ὀνοβατήσετε ὀνοβατήσουσιν*
OptativeSingular ὀνοβατήσοιμι ὀνοβατήσοις ὀνοβατήσοι
Dual ὀνοβατήσοιτον ὀνοβατησοίτην
Plural ὀνοβατήσοιμεν ὀνοβατήσοιτε ὀνοβατήσοιεν
Infinitive ὀνοβατήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοβατησων ὀνοβατησοντος ὀνοβατησουσα ὀνοβατησουσης ὀνοβατησον ὀνοβατησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοβατήσομαι ὀνοβατήσει, ὀνοβατήσῃ ὀνοβατήσεται
Dual ὀνοβατήσεσθον ὀνοβατήσεσθον
Plural ὀνοβατησόμεθα ὀνοβατήσεσθε ὀνοβατήσονται
OptativeSingular ὀνοβατησοίμην ὀνοβατήσοιο ὀνοβατήσοιτο
Dual ὀνοβατήσοισθον ὀνοβατησοίσθην
Plural ὀνοβατησοίμεθα ὀνοβατήσοισθε ὀνοβατήσοιντο
Infinitive ὀνοβατήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοβατησομενος ὀνοβατησομενου ὀνοβατησομενη ὀνοβατησομενης ὀνοβατησομενον ὀνοβατησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION