헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀνειδιστικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀνειδιστικός ὀνειδιστική ὀνειδιστικόν

형태분석: ὀνειδιστικ (어간) + ος (어미)

어원: from o)neidi/zw

  1. 욕설을 퍼붓는, 독설의, 문책하는
  1. reproachful, abusive

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀνειδιστικός

욕설을 퍼붓는 (이)가

ὀνειδιστική

욕설을 퍼붓는 (이)가

ὀνειδιστικόν

욕설을 퍼붓는 (것)가

속격 ὀνειδιστικοῦ

욕설을 퍼붓는 (이)의

ὀνειδιστικῆς

욕설을 퍼붓는 (이)의

ὀνειδιστικοῦ

욕설을 퍼붓는 (것)의

여격 ὀνειδιστικῷ

욕설을 퍼붓는 (이)에게

ὀνειδιστικῇ

욕설을 퍼붓는 (이)에게

ὀνειδιστικῷ

욕설을 퍼붓는 (것)에게

대격 ὀνειδιστικόν

욕설을 퍼붓는 (이)를

ὀνειδιστικήν

욕설을 퍼붓는 (이)를

ὀνειδιστικόν

욕설을 퍼붓는 (것)를

호격 ὀνειδιστικέ

욕설을 퍼붓는 (이)야

ὀνειδιστική

욕설을 퍼붓는 (이)야

ὀνειδιστικόν

욕설을 퍼붓는 (것)야

쌍수주/대/호 ὀνειδιστικώ

욕설을 퍼붓는 (이)들이

ὀνειδιστικᾱ́

욕설을 퍼붓는 (이)들이

ὀνειδιστικώ

욕설을 퍼붓는 (것)들이

속/여 ὀνειδιστικοῖν

욕설을 퍼붓는 (이)들의

ὀνειδιστικαῖν

욕설을 퍼붓는 (이)들의

ὀνειδιστικοῖν

욕설을 퍼붓는 (것)들의

복수주격 ὀνειδιστικοί

욕설을 퍼붓는 (이)들이

ὀνειδιστικαί

욕설을 퍼붓는 (이)들이

ὀνειδιστικά

욕설을 퍼붓는 (것)들이

속격 ὀνειδιστικῶν

욕설을 퍼붓는 (이)들의

ὀνειδιστικῶν

욕설을 퍼붓는 (이)들의

ὀνειδιστικῶν

욕설을 퍼붓는 (것)들의

여격 ὀνειδιστικοῖς

욕설을 퍼붓는 (이)들에게

ὀνειδιστικαῖς

욕설을 퍼붓는 (이)들에게

ὀνειδιστικοῖς

욕설을 퍼붓는 (것)들에게

대격 ὀνειδιστικούς

욕설을 퍼붓는 (이)들을

ὀνειδιστικᾱ́ς

욕설을 퍼붓는 (이)들을

ὀνειδιστικά

욕설을 퍼붓는 (것)들을

호격 ὀνειδιστικοί

욕설을 퍼붓는 (이)들아

ὀνειδιστικαί

욕설을 퍼붓는 (이)들아

ὀνειδιστικά

욕설을 퍼붓는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁρᾷσ, ὀνειδιστικὸν τοῦτο εἰσ τὴν τέχνην. (Lucian, Contemplantes, (no name) 7:12)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 7:12)

  • Οὐκ ἐρώμενον, ἀλλὰ τὸ πάνυ ὀνειδιστικὸν τοῦτο οὐ φέρω ὑμῶν, καί μοι δοκεῖτε ὑπὸ φθόνου αὐτὸ ποιεῖν, ὅτι ποιμαίνων ποτὲ ἀπὸ τῆσ σκοπῆσ παιζούσασ ἡμᾶσ ἰδὼν ἐπὶ τῆσ ᾐόνοσ ἐν τοῖσ πρόποσι τῆσ Αἴτνησ, καθ̓ ὃ μεταξὺ τοῦ ὄρουσ καὶ τῆσ θαλάττησ αἰγιαλὸσ ἀπομηκύνεται, ὑμᾶσ μὲν οὐδὲ προσέβλεψεν, ἐγὼ δὲ ἐξ ἁπασῶν ἡ καλλίστη ἔδοξα, καὶ μόνῃ ἐμοὶ ἐπεῖχε τὸν ὀφθαλμόν. (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 21)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 21)

  • οὗτοσ ὁρῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέωσ ἀγαπώμενον ἕτερον Παυσανίαν ὁμώνυμον ἑαυτῷ ὀνειδιστικοῖσ πρὸσ αὐτὸν ἐχρήσατο λόγοισ, φήσασ ἀνδρόγυνον εἶναι καὶ τοὺσ τῶν βουλομένων ἔρωτασ ἑτοίμωσ προσδέχεσθαι. (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 93 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xvi, chapter 93 4:1)

유의어

  1. 욕설을 퍼붓는

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION