Ancient Greek-English Dictionary Language

ὁμοδίαιτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὁμοδίαιτος ὁμοδίαιτον

Structure: ὁμοδιαιτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: di/aita

Sense

  1. living with others, common

Examples

  • παρῆν δὲ καὶ ἡ μητρυιὰ φοβουμένη καὶ ἀπιστοῦσα, οὐ τῷ μισεῖν ἐμέ, ἀλλὰ τῷ δεδιέναι καὶ ἀκριβῶσ εἰδέναι πονηρῶσ ἐκεῖνον διακείμενον ἠπίστατο γὰρ μόνη τὰ πάντα συνοῦσα καὶ ὁμοδίαιτοσ τῇ νόσῳ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 4:9)
  • σύντροφοσ δὲ ἀνθρώποισ ὑπάρχουσα καὶ ὁμοδίαιτοσ καὶ ὁμοτράπεζοσ ἁπάντων γεύεται, πλὴν ἐλαίου· (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 4:2)
  • ἐγὼ δὲ Ἑρμοῦ πάρεδροσ ὢν λαλιστάτου καὶ λογιωτάτου θεῶν ἁπάντων καὶ τὰ ἄλλα ὁμοδίαιτοσ ὑμῖν καὶ σύντροφοσ οὐ χαλεπῶσ ἔμελλον ἐκμαθήσεσθαι τὴν ἀνθρωπίνην φωνήν. (Lucian, Gallus, (no name) 2:9)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION