헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὁμήρευμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὁμήρευμα ὁμήρευματος

형태분석: ὁμηρευματ (어간)

어원: from o(mhreu/w

  1. 인질, 약속, 공약
  1. a hostage, pledge

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὁμήρευμα

인질이

ὁμηρεύματε

인질들이

ὁμηρεύματα

인질들이

속격 ὁμηρεύματος

인질의

ὁμηρευμάτοιν

인질들의

ὁμηρευμάτων

인질들의

여격 ὁμηρεύματι

인질에게

ὁμηρευμάτοιν

인질들에게

ὁμηρεύμασιν*

인질들에게

대격 ὁμήρευμα

인질을

ὁμηρεύματε

인질들을

ὁμηρεύματα

인질들을

호격 ὁμήρευμα

인질아

ὁμηρεύματε

인질들아

ὁμηρεύματα

인질들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ μὲν γὰρ γενομένη συγγένεια καί τὰ Ιοὐλίασ φίλτρα καί γάμοσ ἐκεῖνοσ εὐθὺσ ἦν ἀπατηλὰ καί ὕποπτα κοινωνίασ ἐπὶ χρείᾳ συνισταμένησ ὁμηρεύματα, φιλίασ δ’ ἀληθινῆσ οὐ μετέσχεν. (Plutarch, Pompey, chapter 70 4:2)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 70 4:2)

  • ἔγγιον δὲ καὶ νεώτερον τοῦθ’ ἡμεῖσ τῆσ συγγενείασ ὁμήρευμα ἔχομεν πρὸσ ἀλλήλουσ· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 380:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 380:2)

유의어

  1. 인질

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION