- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀλιγόψυχος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: oligopsychos 고전 발음: [올리곱쉬코] 신약 발음: [올리곱쉬코]

기본형: ὀλιγόψυχος ὀλιγόψυχον

형태분석: ὀλιγοψυχ (어간) + ος (어미)

어원: ψυχή

  1. faint-hearted

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὀλιγόψυχος

(이)가

ὀλιγόψυχον

(것)가

속격 ὀλιγοψύχου

(이)의

ὀλιγοψύχου

(것)의

여격 ὀλιγοψύχῳ

(이)에게

ὀλιγοψύχῳ

(것)에게

대격 ὀλιγόψυχον

(이)를

ὀλιγόψυχον

(것)를

호격 ὀλιγόψυχε

(이)야

ὀλιγόψυχον

(것)야

쌍수주/대/호 ὀλιγοψύχω

(이)들이

ὀλιγοψύχω

(것)들이

속/여 ὀλιγοψύχοιν

(이)들의

ὀλιγοψύχοιν

(것)들의

복수주격 ὀλιγόψυχοι

(이)들이

ὀλιγόψυχα

(것)들이

속격 ὀλιγοψύχων

(이)들의

ὀλιγοψύχων

(것)들의

여격 ὀλιγοψύχοις

(이)들에게

ὀλιγοψύχοις

(것)들에게

대격 ὀλιγοψύχους

(이)들을

ὀλιγόψυχα

(것)들을

호격 ὀλιγόψυχοι

(이)들아

ὀλιγόψυχα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μακρόθυμος ἀνὴρ πολὺς ἐν φρονήσει, ὁ δὲ ὀλιγόψυχος ἰσχυρῶς ἄφρων. (Septuagint, Liber Proverbiorum 14:29)

    (70인역 성경, 잠언 14:29)

  • θυμὸν ἀνδρὸς πραΰνει θεράπων φρόνιμος, ὀλιγόψυχον δὲ ἄνδρα τίς ὑποίσει; (Septuagint, Liber Proverbiorum 18:14)

    (70인역 성경, 잠언 18:14)

  • ὡς ἄνθρωποι ὀλιγόψυχοι διψῶντες ἐν Σιών, ἀπὸ ἀνθρώπων ἀσεβῶν, οἷς ἡμᾶς παρέδωκας. (Septuagint, Liber Isaiae 25:5)

    (70인역 성경, 이사야서 25:5)

  • παρακαλέσατε, οἱ ὀλιγόψυχοι τῇ διανοίᾳ. ἰσχύσατε, μὴ φοβεῖσθε. ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν κρίσιν ἀναταποδίδωσι καὶ ἀνταποδώσει, αὐτὸς ἥξει καὶ σώσει ἡμᾶς. (Septuagint, Liber Isaiae 35:4)

    (70인역 성경, 이사야서 35:4)

  • οὐχ ὡς γυναῖκα καταλελειμμένην καὶ ὀλιγόψυχον κέκληκέ σε Κύριος, οὐδ᾿ ὡς γυναίκα ἐκ νεότητος μεμισημένην, εἶπεν ὁ Θεός σου. (Septuagint, Liber Isaiae 54:6)

    (70인역 성경, 이사야서 54:6)

유의어

  1. faint-hearted

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION