Ancient Greek-English Dictionary Language

οἰκοτριβής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: οἰκοτριβής οἰκοτριβές

Structure: οἰκοτριβη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: tri/bw

Sense

  1. ruining a family

Examples

  • ἐκεῖ μὲν γὰρ δουλεία σαφὴσ καὶ οὐ πολὺ τῶν ἀργυρωνήτων καὶ οἰκοτρίβων διαφέρουσιν οἱ ἐπὶ τῷ τοιουτωῒ εἰσιόντεσ, οἱ δὲ τὰ κοινὰ διὰ χειρὸσ ἔχοντεσ καὶ πόλεσι καὶ ἔθνεσιν ὅλοισ σφᾶσ αὐτοὺσ χρησίμουσ παρέχοντεσ οὐκ ἂν εἰκότωσ ἐκ μόνου τοῦ μισθοῦ διαβάλλοιντο καὶ ἐσ ὁμοιότητα καὶ κοινωνίαν τῆσ κατηγορίασ καθέλκοιντο· (Lucian, Apologia 27:1)
  • ἐπεισπίπτει δ’ οἰκοτριβὴσ δαπάνη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 41 2:3)
  • γρῆυσ οὐδὲ πένησ καὶ ἰδιώτησ ἀλλὰ καὶ παχυσκελὴσ ἀλετρὶσ πρὸσ μύλην κινουμένη καὶ οἰκότριβεσ καὶ θῆτεσ ὑπὸ γήθουσ καὶ χαρμοσύνησ ἀναφέρονται, πλουσίοισ δὲ καὶ βασιλεῦσιν ἑστιάσεισ καὶ πανδαισίαι τινὲσ πάρεισιν ἀεί· (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 21 10:1)
  • ὥστ’ ἴδοισ ἂν ἀνθρώπουσ στερροτέρα τῇ φύσει περὶ γάμου καὶ γενέσεωσ παίδων διαλεγομένουσ, εἶτα τοὺσ αὐτοὺσ ἐπὶ παισὶν οἰκοτρίβων ἢ θρέμμασι παλλακῶν νοσοῦσι καὶ θνήσκουσι παρατεινομένουσ πόθῳ καὶ φωνὰσ ἀγεννεῖσ ἀφιέντασ. (Plutarch, , chapter 7 3:1)
  • ἐπεισπίπτει δ’ οἰκοτριβὴσ δαπάνη. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , other17)

Synonyms

  1. ruining a family

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION