고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: οἰκοδομητικός οἰκοδομητική οἰκοδομητικόν
Structure: οἰκοδομητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | οἰκοδομητικός | οἰκοδομητική | οἰκοδομητικόν |
Genitive | οἰκοδομητικοῦ | οἰκοδομητικῆς | οἰκοδομητικοῦ | |
Dative | οἰκοδομητικῷ | οἰκοδομητικῇ | οἰκοδομητικῷ | |
Accusative | οἰκοδομητικόν | οἰκοδομητικήν | οἰκοδομητικόν | |
Vocative | οἰκοδομητικέ | οἰκοδομητική | οἰκοδομητικόν | |
Dual | N/A/V | οἰκοδομητικώ | οἰκοδομητικᾱ́ | οἰκοδομητικώ |
G/D | οἰκοδομητικοῖν | οἰκοδομητικαῖν | οἰκοδομητικοῖν | |
Plural | Nominative | οἰκοδομητικοί | οἰκοδομητικαί | οἰκοδομητικά |
Genitive | οἰκοδομητικῶν | οἰκοδομητικῶν | οἰκοδομητικῶν | |
Dative | οἰκοδομητικοῖς | οἰκοδομητικαῖς | οἰκοδομητικοῖς | |
Accusative | οἰκοδομητικούς | οἰκοδομητικᾱ́ς | οἰκοδομητικά | |
Vocative | οἰκοδομητικοί | οἰκοδομητικαί | οἰκοδομητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | οἰκοδομητικός οἰκοδομητικοῦ | οἰκοδομητικότερος οἰκοδομητικοτεροῦ | οἰκοδομητικότατος οἰκοδομητικοτατοῦ |
Adverb | οἰκοδομητικώς | οἰκοδομητικότερον | οἰκοδομητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기