Ancient Greek-English Dictionary Language

νυμφεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νυμφεύω νυμφεύσω

Structure: νυμφεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: nu/mfh

Sense

  1. to lead the bride, to give in marriage, betroth
  2. to marry
  3. to be given in marriage, marry, to be wedded
  4. to take to wife

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νυμφεύω νυμφεύεις νυμφεύει
Dual νυμφεύετον νυμφεύετον
Plural νυμφεύομεν νυμφεύετε νυμφεύουσιν*
SubjunctiveSingular νυμφεύω νυμφεύῃς νυμφεύῃ
Dual νυμφεύητον νυμφεύητον
Plural νυμφεύωμεν νυμφεύητε νυμφεύωσιν*
OptativeSingular νυμφεύοιμι νυμφεύοις νυμφεύοι
Dual νυμφεύοιτον νυμφευοίτην
Plural νυμφεύοιμεν νυμφεύοιτε νυμφεύοιεν
ImperativeSingular νύμφευε νυμφευέτω
Dual νυμφεύετον νυμφευέτων
Plural νυμφεύετε νυμφευόντων, νυμφευέτωσαν
Infinitive νυμφεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
νυμφευων νυμφευοντος νυμφευουσα νυμφευουσης νυμφευον νυμφευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νυμφεύομαι νυμφεύει, νυμφεύῃ νυμφεύεται
Dual νυμφεύεσθον νυμφεύεσθον
Plural νυμφευόμεθα νυμφεύεσθε νυμφεύονται
SubjunctiveSingular νυμφεύωμαι νυμφεύῃ νυμφεύηται
Dual νυμφεύησθον νυμφεύησθον
Plural νυμφευώμεθα νυμφεύησθε νυμφεύωνται
OptativeSingular νυμφευοίμην νυμφεύοιο νυμφεύοιτο
Dual νυμφεύοισθον νυμφευοίσθην
Plural νυμφευοίμεθα νυμφεύοισθε νυμφεύοιντο
ImperativeSingular νυμφεύου νυμφευέσθω
Dual νυμφεύεσθον νυμφευέσθων
Plural νυμφεύεσθε νυμφευέσθων, νυμφευέσθωσαν
Infinitive νυμφεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
νυμφευομενος νυμφευομενου νυμφευομενη νυμφευομενης νυμφευομενον νυμφευομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • νυμφεύσῃ δὲ κἀν Αἵδου δόμοισ ᾧπερ ξυνηῦδεσ ἐν φάει. (Euripides, episode, anapests 9:2)

Synonyms

  1. to lead the bride

  2. to marry

  3. to be given in marriage

  4. to take to wife

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION