Ancient Greek-English Dictionary Language

νουνεχής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νουνεχής νουνεχές

Structure: νουνεχη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)/xw

Sense

  1. with understanding, sensible, discreet

Examples

  • τοῖσ δ’ ἐν τῇ Ῥώμῃ τότ’ ἐγένετο φανερὸν ὁμολογουμένωσ τί διαφέρει στρατιωτικῆσ προπετείασ καὶ κενοδοξίασ στρατηγικὴ πρόνοια καὶ λογισμὸσ ἑστὼσ καὶ νουνεχήσ. (Polybius, Histories, book 3, chapter 105 9:1)
  • θεωρῶν δ’ ὅτι πάσησ βασιλείασ ἐπανορθώσεωσ αἴτια τὰ χρήματα γέγονεν, ἅτε φύσει νουνεχὴσ ὢν καὶ στρατηγικόσ, περιεβα γένοιτο κομιδὴ τῶν ἔξω ποριζομένων χρημάτων. (Polybius, Histories, book 21, chapter 32c 4:1)
  • Ὅτι Πτολεμαῖοσ ὁ στρατηγὸσ ὁ κατὰ Κύπρον οὐδαμῶσ Αἰγυπτιακὸσ γέγονεν, ἀλλὰ νουνεχὴσ καὶ πρακτικόσ. (Polybius, Histories, book 27, ii. res aegypti 1:1)

Synonyms

  1. with understanding

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION