Ancient Greek-English Dictionary Language

νεότμητος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νεότμητος νεότμητη νεότμητον

Structure: νεοτμητ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. newly cut

Examples

  • ἐκεῖνο δὲ γελοῖον ἐποίει, κρηπῖδασ γὰρ καλλίστασ ἐωνεῖτο νεοτμήτουσ ἀεί, καὶ τὴν πλείστην πραγματείαν περὶ ταύτασ εἶχεν, ὡσ καλλίστοισ ὑποδήμασι κεκοσμημένα εἰή αὐτῷ τὰ ξύλα. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 6:3)
  • ἡ δ’ ἐνὶ γαίῃ σαρκὶ νεοτμήτῳ ἐναλιγκίη ἔπλετο ῥίζα. (Apollodorus, Argonautica, book 3 14:28)
  • νεότμητα δὲ καὶ ἀπὸ συγγενῶν ὄντα, τὰ μὲν καρπῶν, τὰ δὲ χλόησ, ἃ θεὸσ ἐπ’ αὐτὸ τοῦθ’ ἡμῖν ἐφύτευσεν, εἶναι τροφήν, παντοδαπὰ μὲν χρώματα ἴσχει διὰ τὴν σύμμειξιν, ἡ δ’ ἐρυθρὰ πλείστη περὶ αὐτὰ χρόα διαθεῖ, τῆσ τοῦ πυρὸσ τομῆσ τε καὶ ἐξομόρξεωσ ἐν ὑγρῷ δεδημιουργημένη φύσισ. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 414:3)

Synonyms

  1. newly cut

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION