Ancient Greek-English Dictionary Language

μυθολογεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μυθολογεύω

Structure: μυθολογεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: only in pres.

Sense

  1. to tell word for word

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μυθολογεύω μυθολογεύεις μυθολογεύει
Dual μυθολογεύετον μυθολογεύετον
Plural μυθολογεύομεν μυθολογεύετε μυθολογεύουσιν*
SubjunctiveSingular μυθολογεύω μυθολογεύῃς μυθολογεύῃ
Dual μυθολογεύητον μυθολογεύητον
Plural μυθολογεύωμεν μυθολογεύητε μυθολογεύωσιν*
OptativeSingular μυθολογεύοιμι μυθολογεύοις μυθολογεύοι
Dual μυθολογεύοιτον μυθολογευοίτην
Plural μυθολογεύοιμεν μυθολογεύοιτε μυθολογεύοιεν
ImperativeSingular μυθολόγευε μυθολογευέτω
Dual μυθολογεύετον μυθολογευέτων
Plural μυθολογεύετε μυθολογευόντων, μυθολογευέτωσαν
Infinitive μυθολογεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μυθολογευων μυθολογευοντος μυθολογευουσα μυθολογευουσης μυθολογευον μυθολογευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μυθολογεύομαι μυθολογεύει, μυθολογεύῃ μυθολογεύεται
Dual μυθολογεύεσθον μυθολογεύεσθον
Plural μυθολογευόμεθα μυθολογεύεσθε μυθολογεύονται
SubjunctiveSingular μυθολογεύωμαι μυθολογεύῃ μυθολογεύηται
Dual μυθολογεύησθον μυθολογεύησθον
Plural μυθολογευώμεθα μυθολογεύησθε μυθολογεύωνται
OptativeSingular μυθολογευοίμην μυθολογεύοιο μυθολογεύοιτο
Dual μυθολογεύοισθον μυθολογευοίσθην
Plural μυθολογευοίμεθα μυθολογεύοισθε μυθολογεύοιντο
ImperativeSingular μυθολογεύου μυθολογευέσθω
Dual μυθολογεύεσθον μυθολογευέσθων
Plural μυθολογεύεσθε μυθολογευέσθων, μυθολογευέσθωσαν
Infinitive μυθολογεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μυθολογευομενος μυθολογευομενου μυθολογευομενη μυθολογευομενης μυθολογευομενον μυθολογευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὁ δὲ ὀψοδαίδαλοσ Ἀρχέστρατοσ ἐν τῇ Γαστρολογίᾳ οὕτωσ γὰρ ἐπιγράφεσθαί φησι Λυκόφρων ἐν τοῖσ περὶ κωμῳδίασ ὡσ τὴν Κλεοστράτου τοῦ Τενεδίου Ἀστρολογίαν̓ περὶ τῆσ ἀμίασ φησὶν οὕτωσ τὴν δ’ ἀμίαν φθινοπώρου, ὅταν πλειὰσ καταδύνῃ, πάντα τρόπον σκεύαζε, τί σοι τάδε μυθολογεύω; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 71)
  • τί τοι τάδε μυθολογεύω; (Homer, Odyssey, Book 12 53:2)

Synonyms

  1. to tell word for word

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION