Ancient Greek-English Dictionary Language

μοχλεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μοχλεύω

Structure: μοχλεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: moxlo/s

Sense

  1. to prise up, heave up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μοχλεύω μοχλεύεις μοχλεύει
Dual μοχλεύετον μοχλεύετον
Plural μοχλεύομεν μοχλεύετε μοχλεύουσιν*
SubjunctiveSingular μοχλεύω μοχλεύῃς μοχλεύῃ
Dual μοχλεύητον μοχλεύητον
Plural μοχλεύωμεν μοχλεύητε μοχλεύωσιν*
OptativeSingular μοχλεύοιμι μοχλεύοις μοχλεύοι
Dual μοχλεύοιτον μοχλευοίτην
Plural μοχλεύοιμεν μοχλεύοιτε μοχλεύοιεν
ImperativeSingular μόχλευε μοχλευέτω
Dual μοχλεύετον μοχλευέτων
Plural μοχλεύετε μοχλευόντων, μοχλευέτωσαν
Infinitive μοχλεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μοχλευων μοχλευοντος μοχλευουσα μοχλευουσης μοχλευον μοχλευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μοχλεύομαι μοχλεύει, μοχλεύῃ μοχλεύεται
Dual μοχλεύεσθον μοχλεύεσθον
Plural μοχλευόμεθα μοχλεύεσθε μοχλεύονται
SubjunctiveSingular μοχλεύωμαι μοχλεύῃ μοχλεύηται
Dual μοχλεύησθον μοχλεύησθον
Plural μοχλευώμεθα μοχλεύησθε μοχλεύωνται
OptativeSingular μοχλευοίμην μοχλεύοιο μοχλεύοιτο
Dual μοχλεύοισθον μοχλευοίσθην
Plural μοχλευοίμεθα μοχλεύοισθε μοχλεύοιντο
ImperativeSingular μοχλεύου μοχλευέσθω
Dual μοχλεύεσθον μοχλευέσθων
Plural μοχλεύεσθε μοχλευέσθων, μοχλευέσθωσαν
Infinitive μοχλεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μοχλευομενος μοχλευομενου μοχλευομενη μοχλευομενης μοχλευομενον μοχλευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to prise up

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION