- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετριοπαθής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: metriopathēs 고전 발음: [리오빠테:] 신약 발음: [리오빠테]

기본형: μετριοπαθής μετριοπαθές

형태분석: μετριοπαθη (어간) + ς (어미)

어원: πάθος

  1. moderating one's passions

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 μετριοπαθής

(이)가

μετριόπαθες

(것)가

속격 μετριοπαθούς

(이)의

μετριοπάθους

(것)의

여격 μετριοπαθεί

(이)에게

μετριοπάθει

(것)에게

대격 μετριοπαθή

(이)를

μετριόπαθες

(것)를

호격 μετριοπαθές

(이)야

μετριόπαθες

(것)야

쌍수주/대/호 μετριοπαθεί

(이)들이

μετριοπάθει

(것)들이

속/여 μετριοπαθοίν

(이)들의

μετριοπάθοιν

(것)들의

복수주격 μετριοπαθείς

(이)들이

μετριοπάθη

(것)들이

속격 μετριοπαθών

(이)들의

μετριοπάθων

(것)들의

여격 μετριοπαθέσι(ν)

(이)들에게

μετριοπάθεσι(ν)

(것)들에게

대격 μετριοπαθείς

(이)들을

μετριοπάθη

(것)들을

호격 μετριοπαθείς

(이)들아

μετριοπάθη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ γὰρ πρᾳὺ καὶ φαιδρὸν οὐκ ἐπῆν αὐτοῦ τοῖς τρόποις, οὐδὲ τὸ θεραπευτικὸν τῶν πέλας ἔν τ ἀσπασμοῖς καὶ προσαγορεύσεσιν, οὐδὲ δὴ τὸ εὐδιάλλακτον καὶ μετριοπαθές, ὁπότε δι ὀργῆς τῳ γένοιτο, οὐδὲ ἡ πάντα τὰ ἀνθρώπινα ἐπικοσμοῦσα χάρις: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 61 2:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 61 2:2)

유의어

  1. moderating one's passions

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION