Ancient Greek-English Dictionary Language

μετριοπαθέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μετριοπαθέω

Structure: μετριοπαθέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from metriopaqh/s

Sense

  1. to bear reasonably with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετριοπάθω μετριοπάθεις μετριοπάθει
Dual μετριοπάθειτον μετριοπάθειτον
Plural μετριοπάθουμεν μετριοπάθειτε μετριοπάθουσιν*
SubjunctiveSingular μετριοπάθω μετριοπάθῃς μετριοπάθῃ
Dual μετριοπάθητον μετριοπάθητον
Plural μετριοπάθωμεν μετριοπάθητε μετριοπάθωσιν*
OptativeSingular μετριοπάθοιμι μετριοπάθοις μετριοπάθοι
Dual μετριοπάθοιτον μετριοπαθοίτην
Plural μετριοπάθοιμεν μετριοπάθοιτε μετριοπάθοιεν
ImperativeSingular μετριοπᾶθει μετριοπαθεῖτω
Dual μετριοπάθειτον μετριοπαθεῖτων
Plural μετριοπάθειτε μετριοπαθοῦντων, μετριοπαθεῖτωσαν
Infinitive μετριοπάθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετριοπαθων μετριοπαθουντος μετριοπαθουσα μετριοπαθουσης μετριοπαθουν μετριοπαθουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετριοπάθουμαι μετριοπάθει, μετριοπάθῃ μετριοπάθειται
Dual μετριοπάθεισθον μετριοπάθεισθον
Plural μετριοπαθοῦμεθα μετριοπάθεισθε μετριοπάθουνται
SubjunctiveSingular μετριοπάθωμαι μετριοπάθῃ μετριοπάθηται
Dual μετριοπάθησθον μετριοπάθησθον
Plural μετριοπαθώμεθα μετριοπάθησθε μετριοπάθωνται
OptativeSingular μετριοπαθοίμην μετριοπάθοιο μετριοπάθοιτο
Dual μετριοπάθοισθον μετριοπαθοίσθην
Plural μετριοπαθοίμεθα μετριοπάθοισθε μετριοπάθοιντο
ImperativeSingular μετριοπάθου μετριοπαθεῖσθω
Dual μετριοπάθεισθον μετριοπαθεῖσθων
Plural μετριοπάθεισθε μετριοπαθεῖσθων, μετριοπαθεῖσθωσαν
Infinitive μετριοπάθεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετριοπαθουμενος μετριοπαθουμενου μετριοπαθουμενη μετριοπαθουμενης μετριοπαθουμενον μετριοπαθουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔφη δὲ τὸν σοφὸν ἀπαθῆ μὲν μὴ εἶναι, μετριοπαθῆ δέ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. a'. ARISTOTELHS 30:3)

Synonyms

  1. to bear reasonably with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION