Ancient Greek-English Dictionary Language

μετρικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μετρικός μετρική μετρικόν

Structure: μετρικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: me/tron

Sense

  1. of or for metre, metrical, prosody

Examples

  • ἃ δὲ τὸν ὀρχηστὴν αὐτὸν ἔχειν χρὴ καὶ ὅπωσ δεῖ ἠσκῆσθαι καὶ ἃ μεμαθηκέναι καὶ οἷσ κρατύνειν τὸ ἔργον, ἤδη σοι δίειμι, ὡσ μάθῃσ οὐ τῶν ῥᾳδίων καὶ τῶν εὐμεταχειρίστων οὖσαν τήν τέχνην, ἀλλὰ πάσησ παιδεύσεωσ ἐσ τὸ ἀκρότατον ἀφικνουμένην, οὐ μουσικῆσ μόνον ἀλλὰ καὶ ῥυθμικῆσ καὶ μετρικῆσ, καὶ τῆσ σῆσ φιλοσοφίασ μάλιστα, τῆσ τε φυσικῆσ καὶ τῆσ ἠθικῆσ· (Lucian, De saltatione, (no name) 35:3)
  • ἡ μὲν οὖν ὑπὲρ τούτων θεωρία γραμματικῆσ τε καὶ μετρικῆσ, εἰ δὲ βούλεταί τισ, καὶ φιλοσοφίασ οἰκειοτέρα· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1414)

Synonyms

  1. of or for metre

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION