Ancient Greek-English Dictionary Language

μετριάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μετριάζω μετριάσω

Structure: μετριάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: me/trios

Sense

  1. to be moderate, keep measure
  2. to moderate, regulate, control

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετριάζω μετριάζεις μετριάζει
Dual μετριάζετον μετριάζετον
Plural μετριάζομεν μετριάζετε μετριάζουσιν*
SubjunctiveSingular μετριάζω μετριάζῃς μετριάζῃ
Dual μετριάζητον μετριάζητον
Plural μετριάζωμεν μετριάζητε μετριάζωσιν*
OptativeSingular μετριάζοιμι μετριάζοις μετριάζοι
Dual μετριάζοιτον μετριαζοίτην
Plural μετριάζοιμεν μετριάζοιτε μετριάζοιεν
ImperativeSingular μετρίαζε μετριαζέτω
Dual μετριάζετον μετριαζέτων
Plural μετριάζετε μετριαζόντων, μετριαζέτωσαν
Infinitive μετριάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετριαζων μετριαζοντος μετριαζουσα μετριαζουσης μετριαζον μετριαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετριάζομαι μετριάζει, μετριάζῃ μετριάζεται
Dual μετριάζεσθον μετριάζεσθον
Plural μετριαζόμεθα μετριάζεσθε μετριάζονται
SubjunctiveSingular μετριάζωμαι μετριάζῃ μετριάζηται
Dual μετριάζησθον μετριάζησθον
Plural μετριαζώμεθα μετριάζησθε μετριάζωνται
OptativeSingular μετριαζοίμην μετριάζοιο μετριάζοιτο
Dual μετριάζοισθον μετριαζοίσθην
Plural μετριαζοίμεθα μετριάζοισθε μετριάζοιντο
ImperativeSingular μετριάζου μετριαζέσθω
Dual μετριάζεσθον μετριαζέσθων
Plural μετριάζεσθε μετριαζέσθων, μετριαζέσθωσαν
Infinitive μετριάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετριαζομενος μετριαζομενου μετριαζομενη μετριαζομενης μετριαζομενον μετριαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπεὶ δ’ οὐκ ἐμετρίαζον ἀλλ’ ἦσαν ὑπερήφανοι καὶ βαρεῖσ, τῶν μὲν Ἑλλήνων οἱ πλεῖστοι τὴν ἐξουσίαν αὐτῶν περιελόμενοι μόνον τὸ θύειν τοῖσ θεοῖσ ἀπέλιπον, Ῥωμαῖοι δὲ παντάπασι τοὺσ βασιλεῖσ ἐκβαλόντεσ ἄλλον ἐπὶ τὰσ θυσίασ ἔταξαν, οὔτ’ ἄρχειν ἐάσαντεσ οὔτε δημαγωγεῖν, ὅπωσ μόνον ἐν τοῖσ ἱεροῖσ βασιλεύεσθαι δοκῶσι καὶ βασιλείαν διὰ τοὺσ θεοὺσ ὑπομένειν. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 633)
  • ἐπεὶ δ’ οὐκ ἐμετρίαζον ἀλλ’ ἦσαν ὑπερήφανοι καὶ βαρεῖσ, τῶν μὲν Ἑλλήνων οἱ πλεῖστοι τὴν ἐξουσίαν αὐτῶν περιελόμενοι μόνον τὸ θύειν τοῖσ θεοῖσ ἀπέλιπον, Ῥωμαῖοι δὲ παντάπασι τοὺσ βασιλεῖσ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 63 1:1)
  • οὐ γὰρ ἐμετρίαζον ἐν ταῖσ ἐξουσίαισ οἱ δανείζοντεσ, ἀλλ’ εἰσ δεσμοὺσ τὰ τῶν ὑποχρέων ἀπῆγον σώματα καὶ ὥσπερ ἀργυρωνήτοισ αὐτοῖσ ἐχρῶντο. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 53 3:1)

Synonyms

  1. to be moderate

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION